Σάββατο 18 Απριλίου 2015

Επιστροφή....

Με τον καιρό καταλάγιασαν οι θυμοί του. Γαλήνευε αργά μα σταθερά και οι μάχες του γίνονταν λιγότερο αιματηρές και μάταιες. Έπαιρναν λες σάρκα και οστά όσα από χίλιες φορές την ώρα παρακαλούσε, τις ώρες του απόλυτου βυθίσματος.

Γελούσε ξανά. Από μέσα του. Με εκείνο το τεράστιο χαμόγελο του αισιόδοξου ανθρώπου. Του άφοβου και του σίγουρου πως όλα θα γίνουν αργά ή γρήγορα.
Οι άνθρωποι γύρω του έμοιαζαν διαφορετικοί. Πιο ανθρώπινοι και λιγότερο απόμακροι. Η φύση άνοιγε τα φτερά της, πότε βροχερά και πότε ηλιόλουστα και φωτεινά. Ένιωθε την αλλαγή και την αποδεχόταν ως το πιο φυσιολογικό πράγμα. Δίχως γκρίνια και με πολύ πολύ αισιοδοξία.

Τον ξανασυγκινούσαν μικρά ευτελή πράγματα. Ένα γέλιο, ένα νεύμα, ένα τυχαίο άγγιγμα, ένα λουλούδι, ένα ψιλόβροχο, ένας ήλιος ή ένα φεγγάρι φέτα. Ούτε καν ολόκληρο.

Έμοιαζε να έχει επιστρέψει από ένα μακρύ και επίπονο ταξίδι. Δίχως μνήμες όμως και παραστάσεις. Τα πέταξε πίσω του. Γύρισε σελίδα έλεγε. Τι σελίδα δηλαδή, βιβλίο άλλαξε, αλλά ποιος δίνει σημασία σε αυτά τα πράγματα.
Ζωντανός όσο ποτέ. Έτοιμος από παλιά. Γεμάτος.

Τραγουδούσε συχνά. Γελούσε συχνά. Αγαπούσε πολύ και διάολε δεν πόναγε. Αυτό είναι που έβγαινε σε κάθε του κίνηση. Αυτό ήταν που φαινόταν ολοκάθαρα στο πρόσωπό του. Αυτό καθρεφτιζόταν σε εκείνη την λίμνη των ματιών του και το ένιωθε φυλάκιζε μέσα της όλο τον κόσμο. Αυτόν, που είχε πριν ρουφήξει και γευτεί. Αυτόν που του είχε αφήσει μια πικρή επίγευση αλλά σιγά σιγά, γλύκανε.

Καμιά φορά όταν έστρεφε το βλέμμα του πίσω, ένιωθε ένα άδειασμα. Ένα κενό μνήμης και συναισθημάτων. Εκεί ήταν που έπαιρνε θάρρος κι έλεγε εκεί ξανά δεν θα γυρίσω. Εκεί ήταν που αρνιόταν να σκύψει πάνω στις ανοιχτές πληγές. Εκεί έλεγε, η ίαση έρχεται καλπάζουσα. Σαν την ζωή. Και θέλω να είμαι συνεπής στο ραντεβού μαζί της. Να την αποζημιώσω για όλα τα χαμένα ραντεβού. Για όλες τις στερήσεις που της πρόσφερα τυφλός, κουφός κι αόρατος στα κελεύσματα των καιρών.

Χαρούμενος, ναι χαρούμενος στα γεμάτα, στα αληθινά, ρούφαγε σαν μέλισσα το νέκταρ. Μεθυσμένος τριγύρναγε από άνθος σε λουλούδι και από πρασινάδα σε πρασινάδα. Μεθυσμενάκι. Γλυκό και αόρατο, αλλά ζωντανό και ορεξάτο, όργωνε τους ουρανούς για νέα μεθύσια. Για νέες επιγεύσεις. Για νέες ζωές και καινούργιους ανοιχτούς ορίζοντες. Παντού όμως και πάντα.

Επέστρεψε στην δική του, την κατά δική του επιστροφή. Αυτό ήταν. Επέστρεψε.......