Παρασκευή 29 Αυγούστου 2014

Ονειροϊασις...







Χθες ή προχθές,

(καθόλου δεν θυμάμαι)

τα όνειρά μου αρρώστησαν βαριά,

μα ο θεραπευτής ονείρων απεργούσε,

καθώς “βιαίως” διεκόπη μονομιάς

το ισοβίως κεκτημένον του, επίδομα “ονειροϊασης”.



Στράφηκα το λοιπόν εις πάγκους,

κομπογιαννίτικων βαλσάμων μαντζουνιών

καθότι η λύσις, μια και μόνη

ευρέθη εις υπαιθρίους πάγκους αγορών.



Ωστόσο ο απεργός θεραπευτής

συντόμως επανήλθε,

με συνταγάς εις χείρας αλλονών

καθώς διόλου επεθύμει λογιστεί

ως τροχοπέδη συναδέλφων απεργών.



Τερτίπι καθαρόν η παρουσία

καθώς τερτίπι, το όλον σκηνικόν,

μ' αν είναι η ίασις να έρθει με τερτίπια,

καλύτεροι θαρρώ πως είναι

οι πάγκοι αυτοί των μαντζουνοπωλητών.

Πέμπτη 28 Αυγούστου 2014

Ο πίνακας του κόσμου



Ζούμε σε παράλληλους κόσμους γιατί δεν ζήσαμε ποτέ σε έναν ενιαίο.
 
Μοιάζει να βλέπουμε τον πίνακα του κόσμου παρατηρώντας την απειροελάχιστη λεπτομέρεια που αφορά εμάς και μόνο. Χάνοντας έτσι την συνολική εικόνα.
Από φόβο για την απογοήτευση που θα μας δώσει το σύνολο; Από συνήθεια ή γιατί έτσι μας έμαθαν πως πρέπει να κοιτάμε τον πίνακα (κόσμο);

Αγγίζουμε το πρόβλημα όταν αγγίξει εμάς. Το νιώθουμε, όπως όταν καήκαμε πρώτη φορά και συνειδητοποιήσαμε πως η φωτιά κι ας είναι φλόγα τόσο δα μικρή, στην απευθείας επαφή μαζί της, πόνο μας προσφέρει.
 
Μα και μετά την όποια επώδυνη μας επαφή, πάλι την μικρολεπτομέρεια του κόσμου ατενίζουμε και φευ καθόλου δεν ομολογούμε πως καήκαμε. Σαν να αποζητούμε να καούν και οι άλλοι, έτσι, για να τιμωρηθούν, όπως τιμωρηθήκαμε κι εμείς, στον πυρετό της όποιας απερίσκεπτης δικής μας περιέργειας. Και τι μας νοιάζει εμάς που θα καούν οι άλλοι; Εμείς μονάχα μην ξανά καούμε και γίνει πιο μελανή η κουκιδίτσα μας στον κόσμο. Εμείς....

Εμείς, που το διαβάζει ο καθένας όπως θέλει. Άλλος να εννοεί εγώ και ο εαυτός μου, άρα δύο, άρα πληθυντικός αριθμός. Άλλος πάλι, εμείς, όλες οι όμοιες κουκίδες στον πίνακα ,που ο καθένας παίρνει μια θέση στο ολόγραμμα για να φτιαχτεί η ανηλεής γραμμή των αδιαφόρων και μοναχικών κουκίδων . Και άλλος, εμείς, όλα τα χρώματα κι όλες οι πινελιές στον πίνακα του κόσμου, που είναι μεγάλος κι άσχημος και με μια αλλιώτικη διάταξη θα ομορφύνει.
Τρελούς τους λες, τους τελευταίους. Ποιος κάθεται τώρα να ζωγραφίζει πάλι από την αρχή. Ποιος θα ορίσει που θα κάτσουν όμορφα τα χρώματα και οι γραμμές, ποιος είναι αυτός που θα ξαναζωντανέψει τις νεκρές κουκίδες;
 
Τρέλα δεν είναι που το αναζητούν ο πίνακας να αλλάξει;
Μα αν λιγάκι φύγαμε από τα σπήλαια και αν σε κάποια μέρη του ο πίνακας, θυμίζει ανθρώπινη παρέμβαση και όχι ένστικτο του ζώου, είναι γιατί, κάτι τρελοί ξαναπροσπάθησαν τον πίνακα να ζωντανέψουν, προτού καεί στο πρώτο φως της νέας, έξω από την σπηλιά τους, μέρας.
 
Κι ας ήταν η σπηλίτσα τους γεμάτη απ' τα κυνήγια που θα τους έτρεφαν πριν από το πρώτο επώδυνο τους τραύμα από φωτιά.
Τρέλα ε;

Παρασκευή 22 Αυγούστου 2014

Άνθρωποι αληθινοί (συμβουλή αντί ευχής)

Μέρα γενεθλίων, δηλαδή μέρα περισυλλογής και
 απολογισμού. Μέρα έτσι όπως ορίστηκε, για να θυμούνται οι άνθρωποι τους ανθρώπους και να γιορτάζουν τον ερχομό τους σε αυτόν τον κόσμο.
Ευχές πολλές, αληθινές, ειλικρινείς, υποχρεωτικές, τυπικές. Άλλες να έρχονται από τα βάθη της καρδιάς του ευχόμενου κι άλλες από το πίσω μέρος του μυαλού του.
Εδώ κάπου αρχίζει το “πανηγύρι”.

Αν παρ ελπίδα ο εορτάζοντας τυγχάνει να ζει στον ίδιο κόσμο με τους ευχόμενους, όλα καλά. Αποδέχεται τα πάντα ως ευχές των συνανθρώπων του, που τον θυμήθηκαν στην σημαντική του αυτή μέρα. Νιώθει καλά με όλο αυτό, ελαφρύνοντας το βάρος ενός ακόμη χρόνου, που ήρθε και στρογγυλοκάθισε στην πλάτη του. Αν μάλιστα είναι και λιγάκι “ζα μαν φου”, ακόμη καλύτερα. Όλα μέλι γάλα που λένε και δεν τρέχει κάστανο.

Αν πάλι είναι από αυτούς που “εκπλήρωσε” όλη την προηγούμενη χρονιά τις υποχρεώσεις του σε ευχές, ε, όπως και να το πεις έχει τοκίσει στις ευχές που θα έρθουν στην δική του μέρα και ανάλογα το περιβάλλον στο οποίο ζει, τα αποτελέσματα θα είναι καλά.

Υπάρχει φυσικά και η κατηγορία εκείνων που το απαιτούν, χωρίς μάλιστα να έχουν από πριν δώσει τίποτα. Απλά το απαιτούν γιατί “έτσι” πρέπει. Δεν το λένε αλλά με τον τρόπο τους το δείχνουν, πως υποχρεωτικά οι άλλοι πρέπει να τους θυμηθούν.

Αυτοί όμως που κυριολεκτικά βασανίζονται αυτή την ημέρα, είναι οι λεγόμενοι “συναισθηματικά έξυπνοι” άνθρωποι. Αυτοί που πιάνουν στον αέρα το ειλικρινές και το ξεχωρίζουν από το ψεύτικο. Αυτοί που σε όλη τους την ζωή, ζουν μέσα σε μία ενόραση και έχουν αναπτύξει μηχανισμούς ραντάρ για τα συναισθήματα που τρέφουν οι άλλοι, εκτός από τα δικά τους. Αν μάλιστα, που συνήθως έτσι είναι, είναι άνθρωποι ειλικρινείς, τότε βασανίζονται από την έκφραση όχι και τόσο ειλικρινών ευχών, ενώ αγαλλιάζει η ψυχή τους όταν το ραντάρ τους, ανάψει πράσινο λαμπάκι για τις από καρδιάς ευχές των ανθρώπων γύρω τους.

Θα μπορούσε κανείς να το δει σαν ένα κομμάτι θεατρικής παράστασης όλο αυτό. Να το παρατηρήσει και να το διασκεδάσει δεόντως.

Προσκαλώ όλους όσους μου ευχήθηκαν σήμερα, με όλη μου την ειλικρίνεια και απέραντη ευγνωμοσύνη για τα καλά τους λόγια, στο κομμάτι αυτής της θεατρικής παράστασης, που ίσως μπορεί να ξαφνιάζει, αλλά εκτιμώ πως περισσότερο προβληματίζει και συμβουλεύει ταυτόχρονα.
Καθίστε αναπαυτικά στις κόκκινες βελούδινες πολυθρόνες του θεάτρου και απολαύστε το μικρό θεατρικό ευχαριστήριο δώρο προς όλους και όλες που αφιέρωσαν  χρόνο για να μου ευχηθούν.
Να είστε όλοι καλά.!!! 




Τα παίρνει ο τύπος ξαφνικά
με μιας, όλα στην “κράνα”,
αφήνοντας τα λόγια του
να μοιάζουν με τσουγκράνα.
Τους άφησε όλους παγωτό
τους είδε μπιχλιμπίδια
τους μίλαγε σα νάτανε
τα κίβδηλα στολίδια.

"Ρε σεις, εγώ σε μαργιολιές
καθόλου δεν μασάω
και στην ζωή δεν έμαθα
να φτύνω όπου φάω,
αφήστε τα γλυκόλογα
κι΄όλες τις φιοριτούρες
κοιτάξτε νάστε άνθρωποι
κι όχι παλιοχαμούρες."

Κοκάλωσαν τα κάγκελα,
τους κόπηκε η ανάσα
κι αναζητούσαν με ντροπή
πως θα χωθούν σε κάσα.
Μας τάχωσε ο απρεπής
πολύ σκληρά τα λόγια
μα πιο πολύ μας τρόμαξε
αυτή η φωνή η στεντόρια.
Που τηνε βρήκε ο κερατάς
την τόλμη να μας κρίνει
χωρίς ντροπή χωρίς αιδώ
στα μούτρα να μας φτύνει; 

Δυό τρεις αναρωτήθηκαν
που βρήκε τόσο πάθος,
να τους πετάει φωναχτά
το τραγικό τους λάθος,
και κάποιοι άλλοι πείσμωσαν
σαν νάτανε γαϊδούρια
αναφωνώντας το ρητό
μανάβης και αγγούρια”.
 

"Μη ντρέπεστε που σας μιλώ
απ΄ της καρδιάς τα βάθη
ακούστε μόνο την φωνή
που σας μιλά για λάθη.
Στον άνθρωπο είναι αρκετό,
ένα φιλί το βράδυ,
που θάναι όμως ζωντανό
σαν το ζεστό το χάδι.
Δεν έχει ανάγκη από ζωές,
σε άμμο ορθωμένες
ούτε ζητά τις μαριολιές
σαν στέκεται θλιμμένος.
Χαμόγελο αποζητά,
απ' της ψυχής τα στέκια
κι όχι ψευτιές και γαλιφιές
σαν άσφαιρα ντουφέκια."


Τα λόγια τούτα άλλαξαν
λιγάκι τον αέρα
και άρχισαν σιγά σιγά
να μοιάζουν σε παντιέρα,
όπως αυτές που υψώνουνε,
πειρατικά καράβια
προτού αφήσουν ορφανά
σώματα απ' τα χάδια.
Όλοι ,τα ξανασκέφτηκαν
χαμήλωσαν τους τόνους
και με τα μάτια τους υγρά
θυμήθηκαν τους πόνους.
Αυτούς που τους βασάνιζαν
και που δεν είχαν τόλμη
ν'αποδεχτούν να φιλιωθούν
και τους πονούν ακόμη.

 
Τα βλέμματα χαμήλωσαν
του βρίσκαν όλοι δίκιο,
και του συγχώρησαν μεμιάς
το ξέσπασμα τ' αντρίκειο. 
 
"Είναι αλλιώς να στέκεσαι
ορθός μπροστά σε κόσμο
να του γεμίζεις την καρδιά
με βάλσαμο και δυόσμο,
κι αλλιώς να υποκρίνεσαι
πως είσαι τάχα κάτι,
σαν τα “μπιζού” τα ψεύτικα
που βγάζουν όμως μάτι."


Υπόκλιση,
σας ευχαριστώ όλους από καρδιάς για τις ειλικρινείς ευχές σας.!!!


Δευτέρα 18 Αυγούστου 2014

Κάποτε...

Κάποτε ξεκινούσε η ζωή,
αχάραγα απ' το βουνό
προτού σε πιάσει ο ήλιος,
προτού ο κούκος σε κουμπώσει,
έτσι καθώς το έλεγαν
ηλιοκαμένοι άνθρωποι,
του μόχθου πρόσωπα
με χαρακιές- αυλάκια, της ζωής.

Κάποτε, τα όνειρα, έτρεχαν κυνηγημένα
από φωνές παιδιών και τσέρκια
σε χωματόδρομους και λάσπες βουτηγμένα.

Κάποτε, ποιος νοιάζεται για αυτό
το μακρινό, δικό του κάποτε,
μια ανάσα σουφτανε,
τον κόσμο να γυρίσεις,
σε μάτια υγρά και φωτεινά
άλμπουρο να ζητήσεις.

Κάποτε δρόσιζες τα χείλη σου
μ'ένα στυφό γλυκόξινο κορόμηλο
σε ίσκιο από συκιές και καρυδιές
και σε αγκάθια απάνω,
μα ποιος νοιαζόταν για τα αγκάθια,
αφού τα ρόδα ήταν που τρελαίναν
τις αισθήσεις σου, με αρώματα
και πέταλα από βελούδο κόκκινο,
όπως τα χείλη που ονειρεύτηκες
μα δεν ακούμπησες,
μην τύχει και σου μαραθούν
και πέσουν.

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2014

Παρατηρητής...



Τα κιάλια του, τις μηχανές
όλα τα σύνεργά του,
τα στίβαζε στο πλάι του
να βρίσκονται κοντά του.

Παρατηρούσε την ζωή
να έρχεται να φεύγει
χωρίς καμία θέληση
σε τούτο να παρέμβει.

Αγάπες, μίση, έρωτες,
πλούτη και φτώχεια αντάμα
περνούσαν απ' τα μάτια του
με τη ζωής το δράμα.

Δεν έκλαιγε, δεν γέλαγε
δεν ένιωθε καθόλου,
μονάχα καταμέτραγε
τα άστρα αυτού του θόλου.

Ώσπου μια μέρα μαγική,
τα μάτια του δακρύσαν
τον πόνο τον αληθινό
στην τύχη συναντήσαν.

Είδε παιδιά να χάνονται
μανάδες να χτυπιούνται
χωρίς να αντιστέκονται
ανθρώπους ν' αδικούνται.
Είδε γερόντους δύστυχους
να τρώνε απ' τα σκουπίδια
και νέους όμορφους πολύ
δίχως πολλά στολίδια.

Τα πέταξε τα σύνεργα
στης θάλασσας τα βάθη
και στην ζωή κατέβηκε
να πάθει για να μάθει.

Να ζήσει γέλιο κι έρωτα
αγάπη προδομένη
να δει, ν' αγγίξει την ζωή
κι ότι αυτή σημαίνει.



Δευτέρα 4 Αυγούστου 2014

Σταθμός Λαρίσης...



Αυτός ο σταθμός του τραίνου, ο Σταθμός Λαρίσης, λες κι έχει φτιαχτεί για συγγραφείς, ποιητές, ζωγράφους, συνθέτες, στιχουργούς και τέλος πάντων κάθε λογής ανθρώπους, εκπαιδευμένους να βλέπουν την ζωή με μια ευαισθησία.
Γιατί αυτός; Γιατί αυτός έχει καταπιεί τα περισσότερα δάκρυα, από κάθε λόγο προερχόμενα. Αποχωρισμοί, χωρισμοί, επάνοδοι, άδειες φαντάρων που άρχισαν και τελείωσαν η και θητείες ακόμη. Δάκρυα χαράς, λύπης ή έτσι δάκρυα γιατί μπήκε ένα σκουπιδάκι στο μάτι από τον αέρα.
Όλοι αυτοί που το έχουν σπουδάσει το πράγμα θα μπορούσαν να αναφερθούν με κάθε λεπτομέρεια στην ιστορία, στον σχεδιασμό την ανέγερση, την εγκατάσταση των γραμμών και των τραίνων, αλλά ότι και να πουν θα μοιάζουν σαν τους οικονομολόγους που γράφουν νούμερα χωρίς να μετρούν συναισθήματα ή τέλος πάντων τα έχουν τεχνηέντως μεταλλάξει σε “τάσεις”.

Έσερνε το μεγάλο της σακβουαγιάζ , σαν να τράβαγε το μαρτύριό της, τον δικό της προσωπικό σταυρό, μέσα στο λιοπύρι του καλοκαιριάτικου μεσημεριού. Ο όγκος και το βάρος του, ενυελώς δυσανάλογα με το παρουσιαστικό μιας κοπέλας, που κοριτσάκι δεν θα την έλεγες, αλλά ούτε και μεγάλη γυναίκα. Κάπου κοντά στα τριάντα. Με αναλογίες που θα την κατέτασσαν στις κανονικές γυναίκες. Αυτές δηλαδή που δεν βασανίζουν τον εαυτό τους σε εξαντλητικές δίαιτες, δεν κοπανιούνται σε γυμναστήρια. Αυτές που θα φάνε το σουβλάκι τους χωρίς θερμιδοενοχές και που θα τις δεις να τραγανίζουν ένα μήλο, με την φλούδα ίσα ίσα σκουπισμένο στην μπλούζα και τα ζουμιά του να πετάγονται χωρίς να τις πολυνοιάξει. Ντυμένη απλά με τα απαραίτητα ταξιδιωτικά ρούχα, τζην – μπλούζα μακό με στάμπα ( Pink Floyd) – αθλητικά παπούτσια – ελαφρύ make up , έτσι για να υπάρχει και γυαλιά ηλίου , καρφωμένα στέκα στα καστανά σπαστά μαλλιά της.
Στο στρογγυλό της πρόσωπο άρχισαν να τρέχουν τα ποταμάκια του ιδρώτα από την προσπάθεια και οι άκρες των μαλλιών της που έπεφταν στο πρόσωπό της, είχαν ήδη βραχεί .

Άπνοια, να μην κουνιέται φύλλο και υδράργυρος στα κόκκινα. Είχε πια καταλαγιάσει η κίνηση από την τελευταία αναχώρηση – άφιξη της αμαξοστοιχίας ( λατρεύω αυτή την λέξη), και οι καρέκλες στο καφενείο του σταθμού είχαν μείνει περίπου κενές. Μόνο μερικοί με τις αποσκευές τους στοιβαγμένες γύρω τους έπιναν κάτι δροσιστικό, κουβεντιάζοντας περί ανέμων και υδάτων. Για διακοπές που έγιναν ή θα γίνουν, για ζωές που έζησαν ή δεν ήθελαν να ζήσουν, για αγοραπωλησίες που πραγματοποιήθηκαν με ευνοϊκούς η ζημιογόνους όρους.

Σωριάστηκε σε μια καρέκλα, σε μια γωνιά που κατά τύχη βρισκόταν στον ίσκιο του κτιρίου και μιας καχεκτικής ακακίας, από αυτές που γλίτωσαν από τα αναπτυξιακά σχέδια ενός Δημάρχου που είχε το παρατσούκλι “Ομέρ Πριόνης” μετά την καταστροφή μερικών αιωνόβιων ευκαλύπτων στην διπλανή περιοχή, λόγω δημιουργίας πάρκινγκ.
Πριν προλάβει να φυσήξει το ιδρωμένο της τσουλούφι που έπεφτε στα μάτια της, έφτασε το γκαρσόνι, του παρήγγειλε ένα καφέ ( σιγά μην πω τι καφέ) και δυο νερά παγωμένα. Έστριψε τσιγάρο και άρχισε να παίρνει βαθιές ανάσες ξεκούρασης. Αυτό το ρημαδιασμένο σακβουαγιάζ την είχε εξουθενώσει. Κι ο ταρίφας που την έκανε βόλτες γύρω από το σταθμό της είχε σπάσει τα νεύρα. Τον έκοψε τρεις τέσσερις φορές να την “μετράει” από το δεύτερο πονηρό καθρεφτάκι, ο λίγδης, έβλεπε και το ταξίμετρο να κόβει δαιμονισμένα ευρώ, τα πήρε, τον πήρε και τον σήκωσε. Τον σταμάτησε πριν προλάβει να σταυρώσει κουβέντα, άρπαξε τον μπόγο και άντε γεια μπατηρομαλάκα που μεσημεριάτικα μου θες και καμάκια. Ένα χιλιόμετρο μακρυά κατέβηκε, αλλά η αξιοπρέπεια δεν μετριέται σε εξωτερικές θερμοκρασίες, σχετική υγρασία και χιλιόμετρα. Την έχεις, κι αν την έχεις σε κυριεύει σου θολώνει το μυαλό και την προστατεύεις με νύχια και με δόντια αν χρειαστεί.

Έφτασε ο καφές, βαπορίσιος. Πλύμα. Τα νερά χλιαρά για ντους. Τι τόθελε; Έδωσε τόπο στην οργή, άστο να πάει, δεν μου βγαίνει σήμερα, σκέφτηκε. Δυο τζούρες ίσα για το τσιγάρο και πολύ είναι. Αλλά τι περιμένεις καφέ σε τραίνα, καράβια και αεροπλάνα; Ξεπλένουν τα μπρίκια και σερβίρουν. Τα νερά απλά της δρόσισαν τα χέρια και το ξαναμμένο πρόσωπο και λίγο έτσι για να βρέξει το λαρύγγι της που είχε στεγνώσει.

Έβγαλε ένα σημειωματάριο και ένα στυλό από την τσάντα της και ξεφυσώντας τον καπνό ξεκίνησε να γράφει. Να προσπαθεί να γράψει, γιατί το αναθεματισμένο στυλό, εκείνη την στιγμή θυμήθηκε να κάνει την επανάστασή του. Να αρνείται κατηγορηματικά να γράψει μία έστω γραμμή, ένα γράμμα. Μόνο χάραζε το χαρτί, κι αυτό ήταν όλο. Προσπάθησε, ξανά προσπάθησε, τίποτα. Lock out, το στυλό διαρκείας. Να σε βράσω την ατυχία μου μέσα σκέφτηκε και σήκωσε αγανακτισμένη το βλέμμα της, απέναντι στις πολυκατοικίες. Δεν είναι δυνατόν να μου συμβαίνει αυτό. Κάτι συμβαίνει σήμερα. Από την ώρα που έφυγα όλα πάνε στραβά κι ανάποδα.

Σκυμμένη καθώς ήταν προσπαθώντας να γράψει έστω και ένα γράμμα με το διαρκείας, που είχε εμφανώς πέσει σε αδράνεια διαρκείας, μια σταγόνα έσταξε από τις ιδρωμένες άκρες των μαλλιών της πάνω στο χαρτί και ταυτόχρονα ένας Parker, μαύρο ασημί, στάθηκε μπρος στο βλέμμα της.
Το σήκωσε αργά, ψάχνοντας να βρει από που ήρθε ουρανοκατέβατος ένας Parker που τον κρατούσε ένα χέρι με μακρυά δάκτυλα, καθαρό και περιποιημένο που ήδη της είχε στείλει ένα ελαφρύ ανδρικό άρωμα με την παρουσία του. Είχε ήδη προλάβει να σκεφτεί “ ποιος μαλάκας είναι πάλι ετούτος;” , αλλά σηκώνοντας τα καστανά της μάτια τα γούρλωσε από έκπληξη.

Στεκόταν όρθιος κάπως στο πλάι της ο κύριος Βασιλειάδης. Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο από τους αγαπημένους της.
- Δεν γράφει ε; της είπε, με ένα μικρό χαμόγελο να διαγράφεται στα ηλικιωμένα του πλέον χείλια που τα στόλιζαν άσπρα γένια και μουστάκι.
- Τι κάνετε; Είστε καλά;
- Καλά είμαι παιδί μου, λιγάκι μεγάλος αλλά καλά.
- Ελάτε τώρα, μια χαρά σας βλέπω, του είπε και σηκώθηκε από την καρέκλα της. Θα καθίσετε; Να σας παραγγείλω κάτι; Ένα αναψυκτικό; Για καφέ δεν σας λέω, πήρα κι εγώ και είναι χάλια.
- Θα κάτσω, περιμένω το επόμενο τραίνο. Έχουμε λίγη ώρα.
- Δεν σας ρωτάω που πάτε, φαντάζομαι στα πατρώα εδάφη, έτσι δεν είναι;
- Έτσι, έτσι ακριβώς, πάω για λίγες μέρες να ξεκουραστώ. Εσύ που πας;
- Κάπου κοντά στα πατρώα σας εδάφη. Είπα κ εγώ να πεταχτώ σε μια θεία μου, να ξεκουραστώ λίγο. Στην επιστροφή με περιμένει μεγάλος αγώνας. Αλλά ....
- Α, ναι; δηλαδή τι αγώνας;
- Θα σας πω, μα δεν μου είπατε θα πιείτε κάτι;
- Μια πορτοκαλάδα αν δεν είναι κόπος.
Παρήγγειλε από μακριά και συνέχισε να τον κοιτάζει. Τα μάτια του είχαν ακόμη εκείνη την σπίθα τα κάλυπτε όμως μια υγρασία μάλλον λόγω της ηλικίας του. Την κοιτούσαν βαθιά, διερευνητικά και την έκαναν να νιώθει εκείνο το συναίσθημα που της προκαλούσαν όταν περίμεναν μια απάντηση σε ένα ερώτημα, σε ώρα διδασκαλίας.
- Ο αγώνας που λέγαμε αφορά την έκδοση ενός βιβλίου που το παλεύω τα τελευταία δύο χρόνια, αλλά όλο αναβάλλω την κυκλοφορία του, λόγω συνθηκών.
- Είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό που λες. Ήμουν σίγουρος από τότε, ότι κάποια στιγμή αν είμαι ζωντανός θα κρατήσω ένα βιβλίο δικό σου στα χέρια μου.
-Σας ευχαριστώ, εσείς μου βάλατε το μικρόβιο. Έχω διαβάσει όλα σας τα βιβλία, μόνο που λείπουν οι υπογραφές σας στις πρώτες τους σελίδες.
- Με συγκινείς το ξέρεις; Είναι ένα εξαίρετο συναίσθημα αυτό που νιώθει ένας καθηγητής όταν μαθαίνει πως οι μαθητές του δεν τον ξέχασαν. Ότι δεν τελείωσε ο ρόλος του όταν εκείνοι έφυγαν από τα αμφιθέατρα και τις αίθουσες διδασκαλίας.
- Είναι μια πραγματικότητα. Ήσασταν ο αγαπημένος μου καθηγητής. Πάντα σας παρακολουθούσα, μόνο από ντροπή δεν προσπάθησα να σας βρω μετά την σχολή.
-Κακώς, έπρεπε να έρθεις να με βρεις. Έτσι κάνουν οι “μαθητές”. Αλλά ας είναι. Πες μου για το βιβλίο σου. Τι θέμα έχει;
- Ξέρετε, κόμπιασε κάπως, τοοο, το θέμα του, είστε εσείς. Είναι μια ιστορία χτισμένη γύρω από εσάς.
- Για εμένα; Μα πως; Θέλω να πω, πως σου ήρθε μια τέτοια ιδέα;
- Δεν έχει σημασία πως, σημασία έχει πως ενώ σας είχα χάσει όλα αυτά τα χρόνια σας ένιωθα πάντα κοντά μου. Σαν να με παρακολουθούσατε. Σαν να ξέρατε κάθε μου κίνηση. Ήθελα όταν το τύπωνα να σας έβρισκα με το πρώτο αντίτυπο στο χέρι και να σας το χαρίσω. Αλλά με προλάβατε. Αυτό το στυλό διαρκείας μου χάλασε την έκπληξη.
- Μα παιδί μου αυτό που λες με τιμά ιδιαίτερα. Τι λες πάμε; Όπου να είναι φεύγει η αμαξοστοιχία.
Έχουμε όλο το χρόνο να τα πούμε μέχρι να φτάσουμε.
-Μμμμμ, ξέρετε, μόλις τώρα σκέφτηκα να κάνω κάτι άλλο.
- Τι άλλο;
- Δεν θα φύγω κύριε Βασιλειάδη. Δεν θα ταξιδέψω καθόλου.
- Μα γιατί; Δεν θέλεις να ξεκουραστείς;
- Ξεκουράστηκα κύριε Βασιλειάδη. Ξεκουράστηκα και....
- Μα παιδί μου, θα χάσεις το εισιτήριό σου. Δεν είναι κρίμα; Ύστερα είχα αρχίσει να ελπίζω πως θα ταξιδέψουμε μαζί.
- Μην στεναχωριέστε, θα σας κάνω συντροφιά σε όλο το ταξίδι σας και ίσως όλες τις μέρες που θα βρίσκεστε στην ιδιαίτερη πατρίδα σας, αλλά πρέπει να μείνω εδώ, του είπε και είχε ήδη βγάλει ένα δακτυλογραφημένο αντίτυπο από το βιβλίο της και το έτεινε προς το μέρος του.
Τα χέρια του κυρίου καθηγητή τρεμάμενα κράτησαν το αντίγραφο και τα μάτια του διερευνητικά όσο ποτέ και υγρά περισσότερο από κάθε άλλη φορά ,την κοίταξαν ίσια στα δικά της.
- Είσαι σίγουρη; δεν θα σου το στερήσω; Είσαι σίγουρη δεν θέλεις να ταξιδέψεις ;
- Όχι καλέ μου δάσκαλε, δεν θα ταξιδέψω. Θα μείνω εδώ, να τελειώσω τις διαδικασίες της έκδοσης και να έχω στα χέρια μου ένα κανονικό βιβλίο την επόμενη φορά που θα συναντηθούμε.

Ένα ακόμη δάκρυ κύλησε στα πλακάκια του πεζοδρομίου του δακρύβρεχτου Σταθμού Λαρίσης, αυτή την φορά από δύο σπουδαία μάτια, για έναν σπουδαίο λόγο, που αφορούσε τον κύριο Βασιλειάδη και την φοιτήτρια του, που τρισευτυχισμένη για αυτή την συνάντηση, τον αγκάλιασε λες κι ήταν ο δικός της ο κατά δικός της άνθρωπος.
Πήρε τον ανέλπιστα βαρύ της μπόγο και τράβηξε σχεδόν πετώντας στον δρόμο. Πούπουλο της φαινόταν και είχε πιάσει μια δροσιά, μια απίθανη δροσιά .......




Σάββατο 2 Αυγούστου 2014

Ψυχοδιψείς παρτάκηδες...


Μην σοκαριστείτε....

Πόσο αλήθεια η ίδια η καθημερινή μας γλώσσα, ωραιοποιημένη μπορεί να εκφράσει σκέψεις και συναισθήματα;
Και πόσο η “άλλη”, η κακιά μας γλώσσα, είναι κακιά;
Αυτή η αιμόφυρτη κατάρα, να λέμε πράγματα σκληρά με μαλακές κουβέντες, δεν μας οδηγεί στον γυάλινο κόσμο των ονείρων και των αποστειρωμένων σκέψεων;
Στο ιδεατό και μακριά από το πραγματικό;

Μπορείτε λοιπόν,
να πα να γαμηθείτε
ψυχοδιψείς παρτάκηδες,
στα μπουρδέλα της άθλιας
προσωπικής σας εξυπηρέτησης
με την αχαλιναγώγητη ηδονή
να διατρέχει τις φλέβες
του εαυτοκεντρικού σας
συμφεροντολογικού συστήματος.

Να κυλιστείτε στα απαστράπτωντα
σατέν σεντόνια,
κουβάρια με ψυχές κατατρεγμένες,
της ιδιωτικής σας επιβεβαίωσης και ορμής,
με διαφορά μονάχα μια,
από την λάσπη εκείνη
γουρουνιών και ιπποποτάμων,
την ύπαρξη μιας λογικής
που άδικα στερούνται.

Τα ροδαλά σας μάγουλα
αφήστε ελεύθερα να πυρωθούν,
καθώς θα φέρνεται τα δάκτυλα
στο στόμα σας μπροστά,
από μια υποκριτική διάστρεβλη ντροπή,
που ούτε τόσο δα, δεν διαφέρει,

από την διαστρεβλωμένη, ανθρώπινή σας σκέψη !!!