Παρασκευή 1 Αυγούστου 2014

Οι παλιοί Αύγουστοι....


Οι παλιοί οι Αύγουστοι ήταν αλλιώς. Όχι οι πολύ παλιοί, αυτοί στα χρόνια της επίπλαστης ευμάρειας του διακοποδανείου και της Gold Visa Card, που η καλή τράπεζα σου είχε χορηγήσει χωρίς μηνιαία συνδρομή.
Είχαν μια γραφικότητα. Μια ομορφιά και μια επανάληψη που αν την πρόσεχες σου προκαλούσε απίστευτο γέλιο.
Είχαν προηγηθεί οι Ιούλιοι οι καυτοί, με τους ομηρικούς καυγάδες για το service του αυτοκινήτου, τις επισκέψεις στα απανταχού Jumbo προς άγραν σωσιβίων, μπρατσακίων, στρωμάτων και αναπνευστήρων ενίοτε, για τους δείκτες 52 αντηλιακών, δείγματα χορηγημένα δωρεάν, από τα κατά τόπους Hondos Center, για τα 37 μαγιό που αγοράστηκαν σε προσφορά και τιμή ευκαιρίας και τέλος πάντων για πολλά άλλα, καταναλωτικά και όμορφα.
Η μητέρα βεβαίως των μαχών, ο προορισμός και η σειρά που θα ακολουθηθεί.
- Θα μου πεις εμένα που είμαι κλεισμένη ένα χρόνο μέσα στο σπίτι σαν την δουλάρα δεν θα πάω πρώτα στην μάνα μου;
-Σιγά και έσταξε η ουρά του γαϊδάρου, που την πεθύμησες την φώκια. Θα πάμε να μας μουρμουρίζει από το πρωί ως το βράδυ και να μας κάνει τα νεύρα κρόσσια.
-Ποιος βρε, η μαμά, που σε κοιτάει στα μάτια;
-Ναι τα σημαδεύει για να μου τα βγάλει.......
Τέτοια όμορφα και απίθανα που αν τα θυμηθείς γράφεις και το βιβλίο “ο καυγάς”.

Όταν έφτανε η αγιασμένη της αναχώρησης ώρα, εκεί έπρεπε να στέκεσαι από μια μεριά και να μην σου μένει άντερο από τα γέλια.
Το φόρτωμα ενός αυτοκινήτου που χωράει τέσσερις ανθρώπους με τις σχετικές αποσκευές ήταν το σημείο αιχμής, η απαρχή ενός ακόμη καυγά. Ένας να προσπαθεί να βολέψει ένα σπίτι που μετακομίζει σε ένα Φιατάκι 1400 cc . Τρεις τέσσερις μουτρωμένοι να κουβαλάνε και να κουβαλάνε και να κουβαλάνε, σακουλάκια, βαλίτσες σακ βουαγιάζ, κλουβιά με σκυλόγατα, γυάλες με χρυσόψαρα, gaget και gagetάκια και ότι σκαρφιζόταν την τελευταία πριν την έκρηξη αγανάκτησης στιγμή. Η οποία φυσικά δεν αργούσε. Άρχιζαν τα σταυροκάντηλα να κατεβαίνουν με ρυθμό δύο την φορά κάθε τσαντάκι που τρύπωνε στο ήδη τιγκαρισμένο πορτ παγκάζ.

Η λήξη του πολέμου ερχόταν όταν με δυσκολία όλοι, τσουβαλιαζόντουσαν στο αυτοκίνητο με μούτρα κατεβασμένα και με τα τελευταία παράπονα να εκφράζονται κάπως πιο ήπια από τα σταυροκάντηλα.
Δεν μπορώ να κάτσω από εδώ με χτυπάει ο ήλιος. Ζαλίζομαι, κατουριέμαι, και που πάμε τώρα, άμα φτάσουμε να μου πάρετε παγωτό και άλλα όμορφα, πλην εμπρηστικά για την συνέχεια.

Η διαδρομή, άλλη απολαυστική περιπέτεια, πηγή γέλιου για παρδαλά κατσίκια. Τρία εκατομμύρια άνθρωποι , τα άλλα δύο έμεναν πίσω για να φυλάνε την πόλη, στοιβαγμένοι σε γυαλιστερές λαμαρίνες , αποφάσιζαν να μεταφερθούν την ίδια μέρα και ώρα στα πατρώα εδάφη, με στόχο να πουλήσουν μούρη στους βλάχους, να συναντήσουν θείες, θείους , ξαδερφάκια, ανήψια, γονείς και πεθερικά που φυσικά και τους περίμεναν με αγωνία για το καλό τους το ταξίδι. Χτυπούσαν τα τηλέφωνα δαιμονισμένα , που είσαστε τώρα, φάγατε, αργήσατε, σας περιμένουμε κλπ.
Η ατμόσφαιρα στο εσωτερικό της λαμαρίνας πάντα ηλεκτρισμένη και αλίμονο στον πούστη που τόλμησε να με περάσει με το “χρέπι” του. Θα φάει την σκόνη μου ο κερατάς.
Τα πόδια συνοδηγών με φρεσκοβαμμένα κατακόκκινα νύχια, αραγμένα στο ταμπλό, τα πόδια των βλασταριών που μαλλιοτραβιούνται για το PSP, να κλωτσάνε τα καθίσματα. Τα πόδια του οδηγού να εναλλάσσουν την θέση γκάζι φρένο αμπραγιάζ λες και συμμετέχουν σε αγώνα. Να οι ζαλάδες , να οι γκρίνιες, να τα γαμοσταυρήδια να επανέρχονται κάθε δεκαπέντε χιλιόμετρα φαινομενικά ήσυχης διαδρομής και για τα επόμενα δέκα, μέχρι να καταλαγιάσει κι αυτός ο καυγάς.
Η Οδύσσεια τελείωνε με αγκαλιές και πνιχτά φιλιά στην “μαμά” , με τσιμπήματα στα μάγουλα των παιδιών, με δάκρυα και πως μεγάλωσες έτσι.

Άρχιζε βέβαια το ξεφόρτωμα του σκάφους και εκεί ξανά γραφόταν η ίδια ιστορία με μια παραλλαγή, ένας ξεφόρτωνε και οι άλλοι “ξεμούδιαζαν” από την διαδρομή που ήταν και πολύωρη. Ποιος ήταν αυτός; Μα φυσικά αυτός που είχε φορτώσει στην αναχώρηση και ήδη “φόρτωνε” που οι άλλοι δεν ξεφόρτωναν. “Φόρτωνε” και μάζευε σαν την Αίτνα πριν εκραγεί.

Αλλά ας δώσω τόπο στην οργή μην τους πάρει και τους σηκώσει, το κέρατο μου μέσα.

Οι μέρες παραμονής τα είχαν όλα. Χαρές, λύπες, διασκέδαση, μούτρα, καυγάδες,συζητήσεις, μπάνια,παραξενιές. Ήταν δηλαδή κανονικές μέρες και είναι απορίας άξιον γιατί τις ονόμαζαν όλοι διακοπές. Απλά μετέφεραν το σκηνικό από το σπίτι στην πόλη, στο σπίτι στο χωριό. Η μόνη διακοπή που έκαναν ήταν ότι δεν πήγαιναν στην καθιερωμένη δουλειά, αλλά επί της ουσίας άλλαζαν μορφή μαρτυρίου. Για ένα μπάνιο έπρεπε να κάνουν τον μεταφορέα, την νοσοκόμα, τον παιδαγωγό, να τσακωθούν στην παραλία με τον διπλανό, να γκαρίξουν για τα παιδιά, να κλαψουρίσουν για παγωτό, να μουτρώσουν δια ασήμαντον αφορμήν, και φυσικά να ξεπαραδιαστούν παραμυθιασμένοι πως κάνουν οικογενειακές διακοπές. Φυσικά με τις απαραίτητες φωτογραφίες να θυμόμαστε, φυσικά με όλα όσα αραχνιάζουν τώρα σε αποθήκες συρτάρια και ντουλάπια, άχρηστα χωρίς κανείς να τους δίνει σημασία.

Η ώρα της επιστροφής έφτανε πάντα γρήγορα και αν κάποιος προσπαθούσε να την περιγράψει, για να μην κουράζεται θα μπορούσε να κάνει copy paste την αναχώρηση.

Δεν άλλαζε τίποτα, παρά μόνο μερικές σακούλες παραπάνω, άρα μερικά νεύρα παραπάνω, άρα αρκετά περισσότερο ξεκαρδιστικό γέλιο που αν θέλει να το εξασφαλίσει καλό είναι να σταθεί σε μια γωνιά και να ξαναθυμηθεί εκείνους τους αλλιώτικους Αύγουστους στα χρόνια της επίπλαστης ευμάρειας.


Άντε και καλό μήνα, καλή ξεκούραση στους κουρασμένους και καλή επιστροφή στους ξεκούραστους. Στους άλλους που δεν έφυγαν και δεν θα φύγουν, τι να πεις;
Ψυχραιμία παιδιά.!!!

1 σχόλιο:

Βαγγέλης Τσερεμέγκλης είπε...

Είχαν μια γραφικότητα. Μια ομορφιά και μια επανάληψη που αν την πρόσεχες σου προκαλούσε απίστευτο γέλιο.