Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

Νησί...



Νησί μονάχο ερημικό
ακούω που δακρύζεις
στον παφλασμό της θάλασσας
ανέμους σαν θερίζεις.

Σφίγγεται τόσο η καρδιά
που το φρονώ θα σπάσει
σαν κάβος πολυκαιρινός
προτού καραβοπιάσει.

Να τρέξω θέλω, κι αν μπορώ,
να σου σταθώ λιγάκι
άνεμος πρίμος απαλός
και δροσερό αεράκι.

Θάλασσες δεν με ορίζουνε
φουρτούνες στα πελάγη
μόνο οι μνήμες της καρδιάς
και τα παλιά μου πάθη.

Να εξερευνήσω θάθελα
την κάθε σου γωνία
και να τσακίσω μονομιάς
την όποια αμφιβολία.

Σαν πειρατής, σαν ναυαγός
ν΄αδράξω τα κοράλλια
που κρύβονται στα σπλάχνα σου

και στα χρυσά ακρογιάλια. 

Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2014

Ο άνθρωπος του φάρου...( το θαύμα)

Το θαύμα

Με το μυαλό περίπου κενό είχε για ώρα μείνει να κοιτάζει το χαρτόκουτο. Σα να είχε αδειάσει από κάθε σκέψη, κάθε ανάμνηση. Σα να ζούσε από την αρχή την ζωή του, χωρίς να γνωρίζει που βρίσκεται. Κοίταζε μόνο το χαρτόκουτο αποσβολωμένος έκθαμβος από το θαύμα της ζωής και του θανάτου που ξετυλίγονταν μπροστά του.

Ένα πλάσμα μισοπεθαμένο, κείτονταν μέσα σε εκείνο το χαρτόκουτο, τραυματισμένο από την κακή του μοίρα και ένα ξαφνικό ανυπολόγιστο γύρισμα ενός ανέμου. Ένα πλάσμα που έφτασε εδώ στο μικρό του βασίλειο για να του θυμίσει εκείνη την μικρή κλωστίτσα που χωρίζει το παρόν από το παρελθόν. Το υπάρχω από το έσβησα κι έφυγα. Ταξίδεψα. Εκεί που όσοι τόκαναν δεν επέστρεψαν να περιγράψουν τι είδαν και τι άκουσαν.

Ένιωθε ανήμπορος. Αδύναμος να αντιμετωπίσει την κατάσταση και το μυαλό του, το πολυταξιδεμένο μυαλό του, δεν τον βοηθούσε καθόλου.
Ένα κενό μόνο, όπως αυτό που νιώθει κάποιος όταν πέφτει από μεγάλο ύψος. Αυτό που αδειάζει το στομάχι και ανεβαίνει σχεδόν μέχρι τον λαιμό.
Κοίταζε την διχρωμία του πουλιού. Εκείνο το σύνορο του γκρί στην ράχη και τα φτερά του, με το ολόλευκο πούπουλο που σκέπαζε όλο το υπόλοιπο σώμα του. Σαν ακτογραμμή ήταν. Προσεγμένα ζωγραφισμένο το γκρι που έμπαινε απαλά μέσα στο λευκό χωρίς να το προσβάλλει ή να το ανατρέπει. Χωρίς καθόλου να το αμφισβητεί.
Αυτή η αρμονία, τον έκανε να νιώθει περισσότερο αδύναμος αλλά και πιο ήρεμος.

Η ώρα περνούσε και όλη η ενέργεια του, λες και είχε συγκεντρωθεί με την πιο μεγάλη της ένταση στο σκεπασμένο σώμα του πουλιού. Σαν να έστελνε μια δέσμη ισχυρή, εκεί περίπου όπου η αδύναμη καρδιά του γλαρόπουλου, έδινε τον ισχνό ρυθμό της.

Έφτασε κι ο ελπιδοφόρος ήλιος. Άρχισε να ζεσταίνει με τις αχτίνες του το χώρο να τον φωτίζει ελπίδα ζωής. Ανέβαινε και φώτιζε, ανέβαινε και φώτιζε. Τροφοδοτούσε την ατμόσφαιρα με όλες του τις ελπίδες. Λαμπερές όμορφες ζεστές ελπίδες, που όμως δεν έφταναν στον άνθρωπο του φάρου. Ήταν τόσο απορροφημένος στο να παρατηρεί τον ασθενή του, που μάλλον δεν πολυκαταλάβαινε πως είχε περάσει η ώρα και ο ήλιος είχε για τα καλά εγκατασταθεί στο μικρό δωμάτιο. Ούτε καν την πλάτη του που είχε αρχίσει να ζεσταίνεται δεν είχε καταλάβει, το ρολλάρισμα της ώρας και την παρουσία του ζωοδότη ήλιου.

Οι αχτίνες ζωής όμως, συνέχιζαν τον δρόμο τους και σταδιακά έφτασαν, να χτυπούν το χαρτόκουτο, μετά το κάτω μέρος του σώματος του γλάρου και σιγά σιγά έφτασαν στο γερμένο του κεφάλι. Για την ελάχιστη ώρα που το πουλί ένιωσε της ζεστασιά της ζωής να του ακουμπά το κεφάλι, άρχισε με μικρά σκιρτήματα να κουνάει το σώμα του, το κεφάλι του, χωρίς όμως ακόμη να ανοίγει τα μάτια του. Ήταν τόσο ανεπαίσθητα που σωτήρας – παρατηρητής του δεν τα κατάλαβε αμέσως. Καθώς ήταν παγωμένος και ακίνητος δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει την μικρή αυτή αλλαγή. Όταν όμως οι αμυδρές αυτές κινήσεις έγιναν πιο συχνές και έντονες, τινάχτηκε από την θέση του λες και τον διαπέρασαν χιλιάδες Wolt ρεύματος. Πέταξε το πανωφόρι του βιαστικά πάνω στο κρεβάτι και γονάτισε γεμάτος ανησυχία πάνω από το χαρτόκουτο. Νόμιζε στην αρχή πως αυτοί ήταν σπασμοί θανάτου. Πως είχε ηττηθεί η ζωή τις στιγμές εκείνες. Η θλίψη άρχισε να κυριαρχεί μέσα του, ανάμικτη με την ανησυχία. Αντικατέστησαν εκείνη την απέραντη γαλήνη που ένιωθε όλη την προηγούμενη ώρα, από την στιγμή που σκέπασε το φτωχό γλαρόπουλο με το παλιό μάλλινο πουλόβερ μέχρι τώρα. Χωρίς να το καταλάβει τα υγρά του μάτια άρχισαν να αναβλύζουν δάκρυα, λες και μπροστά του έβλεπε την ζωή να αποχαιρετά τις ομορφιές της.

Πήρε τον τραυματία του απαλά στα χέρια του. Με ευλάβεια. Τον κοίταξε και προσπάθησε να τον νιώσει. Το ζεστό κορμί του πουλιού είχε αρχίσει να στέλνει μηνύματα ζωής, πιο έντονα, πιο σταθερά, όλο και πιο σταθερά.
Το κρατούσε στα χέρια του σαν μωρό της αγκαλιάς. Η καρδιά του είχε βαλθεί να φύγει από το στήθος του. Είχε ανεβάσει παλμούς μαραθωνοδρόμου και χτύπαγε σαν τρελή από την αγωνία.
Κλείνοντας τα μάτια, έγειρε το κεφάλι πίσω σαν να προσευχόταν. Για δευτερόλεπτα, με το μυαλό του στο κενό, προσευχόταν μια προσευχή χωρίς λόγια. Ότι διέταζε η ψυχή. Άναρθρο παρακάλι σε άγνωστο παραλήπτη.

Ένα μικρό τσίμπημα στο αριστερό του χέρι, τον επανέφερε. Το ράμφος του πουλιού χτύπησε το χοντρό δέρμα, ευγενικά να μην πονέσει το χέρι του σωτήρα του. Έγειρε και κοίταξε.
Τα μάτια του πουλιού είχαν ανοίξει και τον κοίταζαν με φόβο ανάμεικτο με ικεσία. Έτσι το είδε. Φόβος και ικεσία....


Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

Ο άνθρωπος του φάρου... (ο επισκέπτης)


Ο επισκέπτης

Καθισμένος σε μια ψηλή ψάθινη καρέκλα, ρουφούσε με τα μάτια του το γαλάζιο, ανακατεμένο με τα χρώματα του πρωινού. Το πορτοκαλί, το χρυσαφί, το κόκκινο και το γκρί.
Αλήτευε το μυαλό του, πέρα μακριά, στα παρελθόντα. Στα χωράφια και τα περιβόλια, στα λιοστάσια, τα αμπέλια και τα νερά. Στα γέλια στο λιοπύρι, στις αγωνίες της νιότης, στην κούραση και τους ρόζους στα χέρια, που εγκαταστάθηκαν από πολύ νωρίς στα χέρια του. Από την σκληρή δουλειά για τα παιδικά τότε χέρια του.
Δύσκολα πράγματα. Δύσκολη ζωή. Αλλά... γλυκιά. Με κούραση, ζυμωμένη με αγάπη και νοιάξιμο. Με οικογένεια μεγάλη, να μαζεύεται γύρω από ένα τραπέζι. Όχι αυτό του “λούκουλου” , το άλλο το φτωχικό με λίγα και καλά. Αυτό που γέμιζε τις άδεις πιατέλες με πειράγματα, γέλιο, αυστηρό σεβασμό προς τους πιο μεγάλους, με αγωνία της μάνας, με όλα τα καλούδια. Αυτά που φτιάχνουν ανθρώπους πρώτα, εργάτες και εργάτριες μετά, και στο κατόπι οικογενειάρχες κουμανταδόρους .
Αντίκριζε συχνά στο χάσιμο του αυτό, τα μάτια της μάνας του της συχωρεμένης. Εκείνης της “μέλισσας” που όλο τριγύρναγε μες στο σπίτι με νεύρο και όλο έκανε κάτι. Εκείνης της μόνιμα απασχολημένης και της σχεδόν πάντα καλοσυνάτης και γελαστής. Εκείνης, που με ένα βλέμμα της του έκοβε τα άντερα αν ξεστράτιζε σε λόγο ή φέρσιμο. Εκείνης που μετρούσε τον πυρετό με τα χείλη στο μέτωπο και τον έβρισκε με ακρίβεια θερμομέτρου.
Άλλες πάλι φορές, άκουγε τα βογγητά του πατέρα του. Δεν όριζε πόδια και χέρια άμα γυρνούσε από τα χωράφια. Ιδρωμένος χειμώνα καλοκαίρι, λιοψημένος και ευθυτενής. Περήφανος. Αλλά τα βράδια βόγκαγε, για να προγγίξει τον κόπο να φύγει, να τον εύρη το ξημέρωμα, καλή ώρα σαν κι αυτό που αντίκριζε, ξεκούραστο και ακμαίο στην μάχη της νέας μέρας.

Έμοιαζε η μέρα του να έχει πιότερες ώρες από την κανονική, καθώς τα λιγοστά πράγματα που είχε να κουλαντρήσει, δεν την γέμιζαν γρήγορα. Για αυτό και το μυαλό του ταξίδευε ανέμελα, καβάλα στα κύματα σαν το δελφίνι. Ελεύθερο, αλλά ζωηρό και γρήγορο παρά τα χρόνια του.
Το καλό το σκαρί, το δουλεμένο, που αντάρες και φουρτούνες δεν τις λογαριάζει.

Ένας δυνατός θόρυβος στο τζάμι στα δεξιά του, διέκοψε ξαφνικά τις σκέψεις του. Το ταξίδι στο πριν από πολλά χρόνια. Ξαφνιάστηκε. Σηκώθηκε από την καρέκλα και προσπάθησε να δει τι ακριβώς συνέβαινε. Τι θόρυβος ήταν αυτός.
Δεν έβλεπε τίποτα και αναγκάστηκε να βγει στο στενό μπαλκόνι του φάρου. Αυτό που χρησίμευε να καθαρίζει τα τζάμια εξωτερικά και χωρούσε τσίμα τσίμα έναν άνθρωπο.
Με βήματα αποφασιστικά προχώρησε να δει τι ήταν εκεί πεσμένο. Ένας όγκος που δεν καλοφαινόταν στο μισοσκόταδο της αυγής. Ένας μακρόστενος όγκος.
Έσκυψε. Ένας μικρός γλάρος κείτονταν στο τσιμεντένιο περβάζι.
- Το ταλαίπωρο το ζωντανό σκέφτηκε, πρέπει να πόνεσε πολύ από το χτύπημα. Είναι και μικρό. Άμαθο από αέρηδες και ρεύματα το πήρε και το σήκωσε. Το πέταξε πάνω στα τζάμι.
Έβαλε το χέρι του στο λαιμό του πουλιού, να διαπιστώσει αν ήταν ζωντανό. Η καρδιά του έστελνε ένα αχνό σήμα ζωής. Το μάζεψε με ευλάβεια, αποφασισμένος να μην το αφήσει να “φύγει” για πάντα. Μπήκε μέσα και το απίθωσε απαλά πάνω στο μικρό κρεβάτι, ψάχνοντας να βρει ένα παλιό χαρτόκουτο.
- Κάτσε εδώ βρε καημένε, ψέλλισε λες και δεν ήθελε να ενοχλήσει το μισοπεθαμένο πλάσμα. Κάτσε και θα δω τι θα κάνω μαζί σου. Πάντως εδώ θα είμαι, να σε φροντίσω. Τυχερός είσαι μέσα στην ατυχία της αμάθειας σου.

Βρήκε το χαρτόκουτο, σήκωσε με όση προσοχή μπορούσε το γλαροπούλι και το έβαλε μέσα. Το κοίταξε για λίγη ώρα, σκεπτόμενος πως θα μπορούσε, να το σώσει από το βέβαιο θάνατό του. Έτσι τσακισμένο που ήταν δεν θα κρατιόταν και πολύ στην ζωή. Άνοιξε πολύ προσεκτικά το ράμφος του πουλιού και με τη χούφτα του προσπάθησε να στάξει λίγο νερό μέσα. Το έκανε δύο, τρεις φορές και ξανά άφησε απαλά το κεφάλι του πουλιού να ακουμπήσει στο χαρτόκουτο.
Το χάιδεψε απαλά στο κεφάλι με το εξωτερικό του χεριού του και βάλθηκε να βρει έναν τρόπο που θα επανέφερε τον απρόσκλητο τραυματία επισκέπτη του.
Δεν είχε ιδέα με τι θα μπορούσε να τον σώσει το γλάρο. Αυτοσχεδίαζε, όπως θα έκανε οποιοσδήποτε, που θα βρισκόταν στην ίδια θέση, και ήθελε να επιβάλλει την ζωή έναντι του θανάτου.
Έπιασε ένα παλιό μάλλινο πουλόβερ που είχε και το έριξε πάνω στο αναίσθητο πουλί. Το άφησε μαλακά, λες και σκέπαζε παιδί που δεν ήθελε να ξυπνήσει και κάθισε στην καρέκλα χωρίς να παίρνει το βλέμμα του καθόλου από το κουτί. Έλπιζε πως κάποια ιδέα θα του ερχόταν για το τι θα κάνει.


Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

Ο άνθρωπος του φάρου

Τα μόνιμα υγρά μάτια του, είχαν πάρει κάτι από το ατελείωτο γαλάζιο που αντίκριζαν καθημερινά, τα τελευταία χρόνια. Με όλους τους καιρούς και όλους τους ουρανούς, παρατηρούσαν πολλές ώρες της μέρας, την θάλασσα. Αγριεμένη να αφρίζει και χτυπάει μανιασμένα τα βράχια, ήρεμη και γαλήνια να παιχνιδίζει με τις αχτίνες του ήλιου.

Ώρες ολόκληρες άφηνε το μυαλό του να ταξιδεύει, εκεί όπου τα μάτια του, το επέτρεπαν, ψηλά, από το δικό του κάστρο. Το φάρο του.

Του είχε γίνει συνήθεια πια. Ούτε απομακρυνόταν πολύ. Ίσα για τα απαραίτητα. Λίγο ψωμί, νερό, καμιά χούφτα ελιές και λίγα λαχανικά. Αραιά και που κατέβαινε στην προκυμαία, έπαιρνε δυό τρία φρέσκα ψάρια από τους ψαράδες και πίσω πάλι στο καθήκον του.

Ψηλά στο φάρο. Να αγναντεύει τα καράβια να περνούν. Να τους κάνει ένα μικρό νεύμα με το χέρι του, λες και κάποιος τον αντιχαιρετούσε από την γέφυρα.

Η δουλειά του, η κανονική του δουλειά, ήταν να ανεβαίνει τα εσωτερικά σκαλοπάτια του φάρου, να ελέγχει αν όλα δούλευαν σωστά, κυρίως τα φανάρια και να επιστρέφει σε λίγες ώρες όταν πια νύχτωνε για μια επιβεβαίωση του καλώς έχουν όλα.
Στην πράξη όμως και καθώς περνούσαν τα χρόνια, έμενε όλο και περισσότερο. Πολλές φορές δεν έφευγε ποτέ.

Μοναχικός άνθρωπος ήταν. Η σύντροφός του είχε προ πολλού ταξιδέψει το ταξίδι της χωρίς επιστροφή και τα παιδιά είχαν κι αυτά πάρει τον δρόμο τους. Είχαν οικογένειες, είχαν παιδιά, τρεχάματα, δουλειές. Που να μπλέκεται ανάμεσά τους και να τους δυσκολεύει την ζωή.
Ενώ εδώ, στο φάρο του, όλα ήταν αλλιώτικα. Ελεύθερα. Σαν τον αέρα που βούιζε στα τζάμια την βαρυχειμωνιά. Σαν την βροχή που ορμητική καθάριζε τα τζάμια των φαναριών από την αρμύρα.

Το νοικοκυριό του, λίγα συμπράγκαλα από το παλιό σπίτι, ένα μικρό κρεβάτι, κάτι κουβέρτες, μερικά ρούχα, και τα μετρημένα του χρειαζούμενα, τα είχε μεταφέρει εκεί. Στο μικρό καμαράκι του φάρου που η αλήθεια να λέγεται φάνταζε στα μάτια του τεράστιο. Ήταν και ζεστό το χειμώνα, από τα σώματα που από καιρό είχαν τοποθετηθεί από την υπηρεσία. Το καλοκαιράκι δεν είχε ανάγκη από δροσιά. Ένα ανοιχτό τζάμι πίσω κι ένα μπροστά, σχημάτιζαν ρεύμα και δρόσιζαν το καμαράκι μια χαρά.


Αυτός ήταν ο κόσμος του. Αυτός ο λιγοστός κόσμος, ο απέραντος, περιστοιχισμένος από την απεραντοσύνη της θάλασσας. Ολιγαρκής. Χωρίς πολλά πολλά. Με τα απαραίτητα, τα λιγοστά για την επιβίωσή του. Άλλωστε κι ο επίσης πενιχρός μισθός του, έμοιαζε να είναι υπέρ αρκετός. Τι να καταναλώσει ένας άνθρωπος μόνος, που μια ζωή ολόκληρη έμαθε να περιορίζει τις απαιτήσεις του προς χάριν των απαιτήσεων των άλλων; Προς χάριν των έξω από εκείνον, αναγκών;


Σημείωση : "αυτή είναι μια ακόμη προσπάθεια να γραφτεί σε συνέχειες, μια ακόμη ιστορία. Είναι καθαρή πρόκληση να φεύγεις και να επανέρχεσαι στο ίδιο κείμενο, με διαφορετική ματιά κάθε φορά. Με άλλη ψυχολογία, άλλες παραστάσεις να έχουν προηγηθεί της ώρας που κάθεσαι και γράφεις. Δεν υπάρχει προσχέδιο, δεν υπάρχει σκελετός, αρχή, μέση και τέλος. Το κείμενο γεννιέται και αναπτύσσετε την ίδια στιγμή. Δεν είναι πειρασμός και ρίσκο; 
Άντε να δούμε που θα μας βγάλει αυτή την φορά!!"   

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

Τι είναι η ελπίδα;


Ξημέρωσε κι ετούτη η μέρα. Ξημέρωσε με όλα της τα λούσα. Με υγρασία πρωινή, με λιακάδα να την στεγνώσει, με φως και με ελπίδα.

Θα φέρει λες το νέο; Θα αλλάξει λες λιγάκι τα πράγματα; Θα τους δώσει δανεικό το χρώμα της;

Τι είναι η ελπίδα;

Είναι ένα ακριβοθώρητο στολίδι, κλεισμένο σε γυαλί, με επιγραφή “μην αγγίζετε” ή μήπως φαγητό με καλά υλικά, θρεπτικό και νόστιμο;

Μήπως είναι λουλούδι μοσχομύριστο; Νυχτολούλουδο ας πούμε, ξεχασμένο να αφήνει τις ευωδιές του από την νύχτα ακόμη, να αντιπαλεύουν το θρόισμα και την δροσιά.

Ελπίδα σου λέει ο άλλος και μιλάει σαν να μιλά για θησαυρούς και μπιχλιμπίδια. Για δώρα σε περιτύλιγμα φανταχτερό, γιορτινό, με φιόγκους και καρτούλες. Ελπίδα λέει και κολλάει το στόμα του, σαν να γεύτηκε μόλις, τους ζουμερούς του κανελλάτους λουκουμάδες.

"Ελπίδα".

Πού ζει και πού πεθαίνει η ελπίδα; Έχει όρια και κόκκινες διαχωριστικές γραμμές; Έχει μορφή, πρόσωπο, σχήμα, ήχο, βάδισμα περήφανο ή σέρνεται νεκροζώντανη κι αδημονεί να πέψει νέα καλά, νέα κακά; Νέα πάντως.

Ξεστράτισμα είναι. Αμφισβήτηση είναι. Αντάρτισσα ζωσμένη φυσεκλίκια, αγέρωχη. Αναπάντεχα ανυπόμονη, σου χτυπάει την καρδιά, τύμπανο να σε καλεί στον πιο τρελό χορό. Στο ατέλειωτο μεθύσι του τίποτα που γίνεται πολλά. Στην έκπληξη που “σου έσκασε” τώρα που την είχες ανάγκη.

Είναι το “τίποτα” με την ανεκτίμητη αξία, αυτήν που αδυνατούν να λογαριάσουν του κόσμου όλου οι κοσμηματοπώλες. Αυτό είναι. Και λόγια παραπάνω δεν χωρούν. Είναι φτώχεια λένε τα πολλά. Αυτό είναι, εκείνο το “άντε, πάμε παρακάτω”.

Την αναγνωρίζεις πουθενά ή μπααα, δεν βλέπεις τίποτα;



http://enfo.gr/ar3498

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2014

Κουρσάροι...



Στο σπίτι έφτασαν κουρσάροι
για να ληστέψουν ότι βρουν,
όμως δεν πήρανε χαμπάρι
πως τα μαχαίρια δεν αρκούν.
Κανίβαλοι οι τρωγλοδύτες,
αρπάζουν, σπάνε ότι βρουν,
κουρσεύουνε χτυπούν φωνάζουν
ως τα κυρίαρχα ρακούν.

Όμως δεν ξέρουν ένα πράγμα,
αυτό που θέλουν, δεν θα βρουν
γιατί, είναι καλά κρυμμένο,
δεν το γνωρίζουν κι αν το δουν.
Θα τριγυρίζουν στα ντουβάρια
τα μάτια τους τα εμετικά
μα δεν θα βλέπουνε μπροστά τους
τα σπάνια τα υλικά.
Θα αδειάζουν και θα ξεγυμνώνουν
τα τιμαλφή τ'ασημικά ,
μα ένα δεν θα ξεσηκώνουν
τα χέρια τους τα φονικά.

Είναι η ψυχή, είναι τα θέλω,
είναι οι φωνές και οι χαρές,
είναι τα γέλια και το κλάμα
που είναι εικόνες σταθερές.
Ότι κι αν πάρουν, κι αν σηκώσουν
όσα κι αν κλέψουν τιμαλφή,
στο τέλος πάντοτε θα μένει
η όρθια και ζωντανή ψυχή.  

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

Τα χάδια...



Όσες ζωές κι αν μου χαρίσεις
μίας θα μένει το σημάδι
εκείνης που έλειψε το χάδι
που από λάθος θα εκτιμήσεις.

Μην πάει καθόλου το μυαλό σου
σε πάθη φλόγες κι Ερινύες
ούτε σε βέλη φτερωτά
να μοιάζουν με τις τρικυμίες.

Ούτε για μια στιγμή να μη σκεφτείς
πως στέκομαι εδώ αντίκρυ
αδημονώτας σταθερά
τι θα βρεθεί μέσα στο δίχτυ.

Μιλώ για πράγματα απλά
όσα θυμίζουν ένα χάδι
που σου χαρίζουν απαλά
δυό μάτια φώσφορο, μες στο σκοτάδι.

Μιλώ για δάκρυ αργοπορίας
που ξεπηδά από τις κόχες
ματιών που πρώτα νιώσαν πόνο,
σαν τα χτυπούσαν χίλιες λόγχες.

Ίσως, σε κάποια απ' τις ζωές σου,
τα δεις και τα αναγνωρίσεις,
και τότε ίσως καταλάβεις
πως βρίσκονται παντού οι λύσεις.  

Ξέρω τι μπορεί κάποιος να σκεφτεί. Φαντάζομαι πως στα στενά του περιθώρια θα δει την βιτρίνα. Είναι που έχουν περάσει εκείνες οι εποχές όπου "περισπούδαστοι εγκάθετοι" , "έκοβαν λογοκρίνοντας" μουσικά κυρίως διαμάντια και οδηγούσαν τους δημιουργούς σε παραλλαγές προκειμένου να μην "κοπούν". 
Ψάξτε το λίγο, δεν είναι αυτό μόνο που φαίνεται. Άλλωστε οι αιτίες υπάρχουν και καλό είναι να αρχίσουμε τις "προπονήσεις" για να μπορούμε να επικοινωνούμε. Κάποιοι το έκαναν "χτυπώντας" υγρά ντουβάρια σε σκοτεινά δωμάτια και τα κατάφερναν, δεν θα τα καταφέρουμε εμείς στις οθόνες πολλών pixels;