Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

Ο άνθρωπος του φάρου

Τα μόνιμα υγρά μάτια του, είχαν πάρει κάτι από το ατελείωτο γαλάζιο που αντίκριζαν καθημερινά, τα τελευταία χρόνια. Με όλους τους καιρούς και όλους τους ουρανούς, παρατηρούσαν πολλές ώρες της μέρας, την θάλασσα. Αγριεμένη να αφρίζει και χτυπάει μανιασμένα τα βράχια, ήρεμη και γαλήνια να παιχνιδίζει με τις αχτίνες του ήλιου.

Ώρες ολόκληρες άφηνε το μυαλό του να ταξιδεύει, εκεί όπου τα μάτια του, το επέτρεπαν, ψηλά, από το δικό του κάστρο. Το φάρο του.

Του είχε γίνει συνήθεια πια. Ούτε απομακρυνόταν πολύ. Ίσα για τα απαραίτητα. Λίγο ψωμί, νερό, καμιά χούφτα ελιές και λίγα λαχανικά. Αραιά και που κατέβαινε στην προκυμαία, έπαιρνε δυό τρία φρέσκα ψάρια από τους ψαράδες και πίσω πάλι στο καθήκον του.

Ψηλά στο φάρο. Να αγναντεύει τα καράβια να περνούν. Να τους κάνει ένα μικρό νεύμα με το χέρι του, λες και κάποιος τον αντιχαιρετούσε από την γέφυρα.

Η δουλειά του, η κανονική του δουλειά, ήταν να ανεβαίνει τα εσωτερικά σκαλοπάτια του φάρου, να ελέγχει αν όλα δούλευαν σωστά, κυρίως τα φανάρια και να επιστρέφει σε λίγες ώρες όταν πια νύχτωνε για μια επιβεβαίωση του καλώς έχουν όλα.
Στην πράξη όμως και καθώς περνούσαν τα χρόνια, έμενε όλο και περισσότερο. Πολλές φορές δεν έφευγε ποτέ.

Μοναχικός άνθρωπος ήταν. Η σύντροφός του είχε προ πολλού ταξιδέψει το ταξίδι της χωρίς επιστροφή και τα παιδιά είχαν κι αυτά πάρει τον δρόμο τους. Είχαν οικογένειες, είχαν παιδιά, τρεχάματα, δουλειές. Που να μπλέκεται ανάμεσά τους και να τους δυσκολεύει την ζωή.
Ενώ εδώ, στο φάρο του, όλα ήταν αλλιώτικα. Ελεύθερα. Σαν τον αέρα που βούιζε στα τζάμια την βαρυχειμωνιά. Σαν την βροχή που ορμητική καθάριζε τα τζάμια των φαναριών από την αρμύρα.

Το νοικοκυριό του, λίγα συμπράγκαλα από το παλιό σπίτι, ένα μικρό κρεβάτι, κάτι κουβέρτες, μερικά ρούχα, και τα μετρημένα του χρειαζούμενα, τα είχε μεταφέρει εκεί. Στο μικρό καμαράκι του φάρου που η αλήθεια να λέγεται φάνταζε στα μάτια του τεράστιο. Ήταν και ζεστό το χειμώνα, από τα σώματα που από καιρό είχαν τοποθετηθεί από την υπηρεσία. Το καλοκαιράκι δεν είχε ανάγκη από δροσιά. Ένα ανοιχτό τζάμι πίσω κι ένα μπροστά, σχημάτιζαν ρεύμα και δρόσιζαν το καμαράκι μια χαρά.


Αυτός ήταν ο κόσμος του. Αυτός ο λιγοστός κόσμος, ο απέραντος, περιστοιχισμένος από την απεραντοσύνη της θάλασσας. Ολιγαρκής. Χωρίς πολλά πολλά. Με τα απαραίτητα, τα λιγοστά για την επιβίωσή του. Άλλωστε κι ο επίσης πενιχρός μισθός του, έμοιαζε να είναι υπέρ αρκετός. Τι να καταναλώσει ένας άνθρωπος μόνος, που μια ζωή ολόκληρη έμαθε να περιορίζει τις απαιτήσεις του προς χάριν των απαιτήσεων των άλλων; Προς χάριν των έξω από εκείνον, αναγκών;


Σημείωση : "αυτή είναι μια ακόμη προσπάθεια να γραφτεί σε συνέχειες, μια ακόμη ιστορία. Είναι καθαρή πρόκληση να φεύγεις και να επανέρχεσαι στο ίδιο κείμενο, με διαφορετική ματιά κάθε φορά. Με άλλη ψυχολογία, άλλες παραστάσεις να έχουν προηγηθεί της ώρας που κάθεσαι και γράφεις. Δεν υπάρχει προσχέδιο, δεν υπάρχει σκελετός, αρχή, μέση και τέλος. Το κείμενο γεννιέται και αναπτύσσετε την ίδια στιγμή. Δεν είναι πειρασμός και ρίσκο; 
Άντε να δούμε που θα μας βγάλει αυτή την φορά!!"   

Δεν υπάρχουν σχόλια: