Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

Ο άνθρωπος του φάρου... (ο επισκέπτης)


Ο επισκέπτης

Καθισμένος σε μια ψηλή ψάθινη καρέκλα, ρουφούσε με τα μάτια του το γαλάζιο, ανακατεμένο με τα χρώματα του πρωινού. Το πορτοκαλί, το χρυσαφί, το κόκκινο και το γκρί.
Αλήτευε το μυαλό του, πέρα μακριά, στα παρελθόντα. Στα χωράφια και τα περιβόλια, στα λιοστάσια, τα αμπέλια και τα νερά. Στα γέλια στο λιοπύρι, στις αγωνίες της νιότης, στην κούραση και τους ρόζους στα χέρια, που εγκαταστάθηκαν από πολύ νωρίς στα χέρια του. Από την σκληρή δουλειά για τα παιδικά τότε χέρια του.
Δύσκολα πράγματα. Δύσκολη ζωή. Αλλά... γλυκιά. Με κούραση, ζυμωμένη με αγάπη και νοιάξιμο. Με οικογένεια μεγάλη, να μαζεύεται γύρω από ένα τραπέζι. Όχι αυτό του “λούκουλου” , το άλλο το φτωχικό με λίγα και καλά. Αυτό που γέμιζε τις άδεις πιατέλες με πειράγματα, γέλιο, αυστηρό σεβασμό προς τους πιο μεγάλους, με αγωνία της μάνας, με όλα τα καλούδια. Αυτά που φτιάχνουν ανθρώπους πρώτα, εργάτες και εργάτριες μετά, και στο κατόπι οικογενειάρχες κουμανταδόρους .
Αντίκριζε συχνά στο χάσιμο του αυτό, τα μάτια της μάνας του της συχωρεμένης. Εκείνης της “μέλισσας” που όλο τριγύρναγε μες στο σπίτι με νεύρο και όλο έκανε κάτι. Εκείνης της μόνιμα απασχολημένης και της σχεδόν πάντα καλοσυνάτης και γελαστής. Εκείνης, που με ένα βλέμμα της του έκοβε τα άντερα αν ξεστράτιζε σε λόγο ή φέρσιμο. Εκείνης που μετρούσε τον πυρετό με τα χείλη στο μέτωπο και τον έβρισκε με ακρίβεια θερμομέτρου.
Άλλες πάλι φορές, άκουγε τα βογγητά του πατέρα του. Δεν όριζε πόδια και χέρια άμα γυρνούσε από τα χωράφια. Ιδρωμένος χειμώνα καλοκαίρι, λιοψημένος και ευθυτενής. Περήφανος. Αλλά τα βράδια βόγκαγε, για να προγγίξει τον κόπο να φύγει, να τον εύρη το ξημέρωμα, καλή ώρα σαν κι αυτό που αντίκριζε, ξεκούραστο και ακμαίο στην μάχη της νέας μέρας.

Έμοιαζε η μέρα του να έχει πιότερες ώρες από την κανονική, καθώς τα λιγοστά πράγματα που είχε να κουλαντρήσει, δεν την γέμιζαν γρήγορα. Για αυτό και το μυαλό του ταξίδευε ανέμελα, καβάλα στα κύματα σαν το δελφίνι. Ελεύθερο, αλλά ζωηρό και γρήγορο παρά τα χρόνια του.
Το καλό το σκαρί, το δουλεμένο, που αντάρες και φουρτούνες δεν τις λογαριάζει.

Ένας δυνατός θόρυβος στο τζάμι στα δεξιά του, διέκοψε ξαφνικά τις σκέψεις του. Το ταξίδι στο πριν από πολλά χρόνια. Ξαφνιάστηκε. Σηκώθηκε από την καρέκλα και προσπάθησε να δει τι ακριβώς συνέβαινε. Τι θόρυβος ήταν αυτός.
Δεν έβλεπε τίποτα και αναγκάστηκε να βγει στο στενό μπαλκόνι του φάρου. Αυτό που χρησίμευε να καθαρίζει τα τζάμια εξωτερικά και χωρούσε τσίμα τσίμα έναν άνθρωπο.
Με βήματα αποφασιστικά προχώρησε να δει τι ήταν εκεί πεσμένο. Ένας όγκος που δεν καλοφαινόταν στο μισοσκόταδο της αυγής. Ένας μακρόστενος όγκος.
Έσκυψε. Ένας μικρός γλάρος κείτονταν στο τσιμεντένιο περβάζι.
- Το ταλαίπωρο το ζωντανό σκέφτηκε, πρέπει να πόνεσε πολύ από το χτύπημα. Είναι και μικρό. Άμαθο από αέρηδες και ρεύματα το πήρε και το σήκωσε. Το πέταξε πάνω στα τζάμι.
Έβαλε το χέρι του στο λαιμό του πουλιού, να διαπιστώσει αν ήταν ζωντανό. Η καρδιά του έστελνε ένα αχνό σήμα ζωής. Το μάζεψε με ευλάβεια, αποφασισμένος να μην το αφήσει να “φύγει” για πάντα. Μπήκε μέσα και το απίθωσε απαλά πάνω στο μικρό κρεβάτι, ψάχνοντας να βρει ένα παλιό χαρτόκουτο.
- Κάτσε εδώ βρε καημένε, ψέλλισε λες και δεν ήθελε να ενοχλήσει το μισοπεθαμένο πλάσμα. Κάτσε και θα δω τι θα κάνω μαζί σου. Πάντως εδώ θα είμαι, να σε φροντίσω. Τυχερός είσαι μέσα στην ατυχία της αμάθειας σου.

Βρήκε το χαρτόκουτο, σήκωσε με όση προσοχή μπορούσε το γλαροπούλι και το έβαλε μέσα. Το κοίταξε για λίγη ώρα, σκεπτόμενος πως θα μπορούσε, να το σώσει από το βέβαιο θάνατό του. Έτσι τσακισμένο που ήταν δεν θα κρατιόταν και πολύ στην ζωή. Άνοιξε πολύ προσεκτικά το ράμφος του πουλιού και με τη χούφτα του προσπάθησε να στάξει λίγο νερό μέσα. Το έκανε δύο, τρεις φορές και ξανά άφησε απαλά το κεφάλι του πουλιού να ακουμπήσει στο χαρτόκουτο.
Το χάιδεψε απαλά στο κεφάλι με το εξωτερικό του χεριού του και βάλθηκε να βρει έναν τρόπο που θα επανέφερε τον απρόσκλητο τραυματία επισκέπτη του.
Δεν είχε ιδέα με τι θα μπορούσε να τον σώσει το γλάρο. Αυτοσχεδίαζε, όπως θα έκανε οποιοσδήποτε, που θα βρισκόταν στην ίδια θέση, και ήθελε να επιβάλλει την ζωή έναντι του θανάτου.
Έπιασε ένα παλιό μάλλινο πουλόβερ που είχε και το έριξε πάνω στο αναίσθητο πουλί. Το άφησε μαλακά, λες και σκέπαζε παιδί που δεν ήθελε να ξυπνήσει και κάθισε στην καρέκλα χωρίς να παίρνει το βλέμμα του καθόλου από το κουτί. Έλπιζε πως κάποια ιδέα θα του ερχόταν για το τι θα κάνει.


Δεν υπάρχουν σχόλια: