Πέμπτη 24 Ιουλίου 2014

Ποιας μάνας δάκρυ να σκουπίσεις;

           

Ποιας μάνας δάκρυ να σκουπίσεις;
της Παλαιστίνιας , της Σύριας,
της Ρωσίδας , της Ουκρανής,
της Πακιστανής, της Ιρανής,
της Αφρικάνας, της Βραζιλιάνας,
της Τουρκάλας , της Ελληνίδας,
της Ισπανίδας, της Ιταλίδας
ή μήπως της Πορτογαλέζας,
της Αργεντινής, της Ινδής,
της Περουβιάνας, της Αιγύπτιας,
της Λίβυας;

Ποιας μάνας δάκρυ να σκουπίσεις;
βλαστάρια ψάχνουνε στη γης
ν' ανθίσουν τις ζωές τους,
νερό να ξεδιψάσουν
τις πυρωμένες τους ψυχές,
Ίσκιο να βρουν, μια στιγμή
για να βυζάξουν τα μωρά τους.

Ο ήλιος κρύβεται στη γη
ο ίσκιος μετριέται με οβίδες
χαχανητά και κλάματα μαζί,
και σκοτεινιάζει ο τόπος.

Ποιας μάνας δάκρυ να σκουπίσεις
στα τυφλωμένα μάτια τους
από του πόνου τα κατά βούλησιν πυρά;  

                Φωτογραφία από το blogs.sch.gr 4o " Ηράκλειο" Γυμνάσιο Θήβας.
              ( είναι η γνωστή Διστομίτισσα Μαρία Παντίσκα φωτογραφημένη από τον Dimitri Kessel, που το βλέμμα της μου μοιάζει ως το βλέμμα όλων των πολεμοχαροκαμένων μανάδων όλου του κόσμου) .

Τρίτη 22 Ιουλίου 2014

48.582 λέξεις...

Στο μισοσκότεινο δωμάτιο, φωτισμένο μόνο από το “λαμπατέρ” της ηλικιωμένης αρχόντισσας, τα χαρτιά του σκέπαζαν τη μεγαλύτερη επιφάνεια, του ένας θεός να το κάνει παρκέ.
Η τελευταία επισκευή πριν από πολλά χρόνια, του είχε κληροδοτήσει μερικές βαθιές ανεπανόρθωτες χαρακιές, κάτι βαθουλώματα στα σανίδια, και ένα πολύ δυνατό λούστρο που έβαζε τα δυνατά του να κρατήσει σε ευπρεπή εμφάνιση το ξύλινο σύνολο.
Η μυρωδιά του καμένου από τα χρόνια ντουϊ του λαμπατέρ ανακατευόταν με την χαρτομολυβομυρωδιά και για ένα παράξενο λόγο, κατάφερναν να αναδύουν ένα μοναδικά ελαφρύ και ευαίσθητο άρωμα. Ήταν τόσο ύπουλα δυνατό που κατάφερνε να σκεπάσει, κι αυτήν ακόμη την τσιγαρίλα , όταν το δωμάτιο αεριζόταν σωστά, για δύο τρεις ώρες την μέρα ή την νύχτα.
Ειδικά αν το φρεσκάρισμα γινόταν καλοκαιρινή νύχτα, με κίνδυνο να εφορμήσουν σκνίπες και κουνούπια, ανακατευόταν με το άρωμα από το διπλανό γιασεμί παίρνοντας περιέργως πως, μια ακατανίκητη διάρκεια δύο τριών μερόνυχτων.

Παρά την εμφανή ακαταστασία που επικρατούσε στο δωμάτιο και στα δώματα του εγκεφάλου του, γνώριζε πολύ καλά που βρισκόταν το κάθε τι. Σημειώσεις που θα άναβαν κεράκι για τον πρώτο τους χρόνο ζωής, μολύβια, στυλό, πέννες, μελάνια μαύρα, μπλε, κόκκινα, τα πάντα γνώριζε που βρίσκονταν ή θυμόταν με τι έκαναν παρέα και σε ποια γειτονιά τριγυρνούσαν.
Ήταν φωτογραφικός τύπος και συνδύαζε την θέση των αντικειμένων με άλλα αντικείμενα, αλλά και βιντεοτύπος αφού κατέγραφε την πορεία του κάθε χαρτιού που έφευγε από το χέρι του μέχρι που προσγειωνόταν μαλακά σε κάποιο σημείο του πατώματος.

Για σκόνη να μην μιλήσουμε. Ήταν μέρος της ζωής και της καθημερινότητας. Άσε που πολλές φορές χρησίμευε και για πίνακας όταν καθόταν αργά πάνω σε κάποιο έπιπλο με μεγάλη επιφάνεια.
Το μόνο που έλαμπε, ήταν το παλιό ξύλινο γραφείο, θεόρατο για το χώρο στον οποίο βρισκόταν. Παλιό απόχτημα, μαόνι μασίφ, σκούρο λούστρο γαλλικού τύπου. Από πάνω του στο παρελθόν είχαν περάσει οι πιο βαριές υπογραφές ναυτιλιακής εταιρίας για συμφωνίες που αφορούσαν από μια βίδα μέχρι ένα ολόκληρο τάνκερ βίδες. Το πέτυχε σε μια ανακαίνιση της κραταιάς εταιρίας, που τι την ήθελαν εδώ που τα λέμε, σε δύο χρόνια μετά , ακολούθησε ένα εξίσου μεγαλοπρεπές φουντάρισμα. Κανόνι στην αγορά, αγνώστου διαμετρήματος. Όπως και να έχει ότι απέμεινε από την κανονιά, ήταν αυτό το γραφείο που πολύ ευγενικά είχε ζητήσει από του υπαλλήλους της εταιρίας και που επίσης εκείνοι πολύ πρόθυμα του το έδωσαν δωρεάν για να ξεφορτωθούν το “σαπάκι”. Αυτό λοιπόν το γραφείο και μετά τα “χαϊρια” των εφοπλιστών αποφάσισε να συντηρεί δις εβδομαδιαίως με τα καλύτερα καθαριστικά και γυαλιστικά κεριά της αγοράς, με φυσικό κερί μέλισσας και άλλα εκχυλίσματα που έθρεφαν και προστάτευαν το μαονένιο του βαρύ σώμα.
Έλαμπε και φαινόταν σαν την μύγα μες το γάλα, δίπλα στην γενικότερη σκονισμένη ακαταστασία που επικρατούσε.

Εκείνο το καλοκαιρινό βράδυ, που ήταν η σειρά του να ανακατέψει τα αρώματα γιασεμιού με το αναδυόμενο από το καμένο ντουϊ και το γενικότερο χαρτοάρωμα, μπήκε στο δωμάτιο αναστατωμένος. Γεμάτος αγωνία. Με τα μαλλιά ανασηκωμένα, ιδρωκοπημένος, με τα γυαλιά του θολά από την έξαψη που ένιωθε και ένα βλέμμα περίπου σαν του αγριεμένου σκύλου που διαισθάνεται τον σεισμό. Πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο με νευρικές κινήσεις, αδιαφορώντας εντελώς για την είσοδο της καλοκαιρινής μυρωδάτης δροσιάς. Σχεδόν δεν την καταλάβαινε κι ας ήταν κάτι σαν τη μούσα του. Άλλος είχε την θεογκόμενα μπροστά του ημίγυμνη και την ζωγράφιζε, άλλος άκουγε τα κύματα και έγραφε μουσική, άλλος χάζευε τον κόσμο να τριγυρνάει παραζαλισμένος και έγραφε μυθιστορήματα. Αυτός είχε αυτήν την καλοκαιρινή δροσιά και μερικά άλλα ασήμαντα πραγματάκια να πυροδοτούν την σκέψη του και να δημιουργούν προπλάσματα αριστουργημάτων.
Το νευρικό του πέρα δώθε, συνεχίζονταν ακατάπαυστο και όσο η ώρα περνούσε γινόταν όλο και πιο νευρικό.
Είχε προηγηθεί το μεσημέρι μια τυχαία συνάντηση με μια παλιά φίλη του. Χαμένοι μεταξύ τους από καιρό. Ούτε ήξερε που βρισκόταν ούτε και που σκέφτηκε ποτέ να ψάξει να βρει τα ίχνη της. Είχαν σχέση για ένα φεγγάρι, πήραν ότι μπορούσε να δώσει ο ένας στον άλλο, κράτησαν τα καλά και είπαν να προχωρήσουν στο υπόλοιπο του βίου τους, ο καθένας σε άλλη γη και άλλα μέρη. Πληγές,τραύματα, κλάματα και τέτοια ανθρώπινα δεν υπήρξαν, μια μεγάλη γρήγορη συγχώρεση του ενός προς τον άλλο και τέλος. Α , και μια καθαρή ανθρώπινη αγάπη που έτσι κι αλλιώς δεν μετακομίζει από τις καρδιές με την σηματοδότηση ενός τέλους.

Πάνω στις κάπως βιαστικές κουβέντες, αυτές τις τυπικότητες που έρχονται σαν γέφυρες να καλύψουν τον ενδιάμεσο χρόνο, έμαθε πως δούλευε σε μια εταιρία που του ήταν γνωστή. Ως όνομα δηλαδή και ως καταναλωτής των προϊόντων της. Ήταν η εταιρία που εισήγαγε τα καθαριστικά που χρησιμοποιούσε για το μεγάλο μαονένιο γραφείο. Τα αγόραζε συνήθως από ένα μαγαζάκι στο κέντρο σε ποσότητα λες και καταλάβαινε πως κάποια στιγμή ίσως του λείψουν.
Τα κακά μαντάτα ήταν πως η κοπέλα μόλις πριν μια μέρα είχε απολυθεί από την δουλειά της, η εταιρία είχε ρίξει ένα ωραιότατο φαλιμέντο καθώς η κατασκευάστρια των προϊόντων του εξωτερικού είχε κι εκείνη φορέσει ένα πριγκιπικό λουκέτο στην πόρτα εισόδου της.
Κεραμίδα ανυπόφορη. Σοκ και δέος. Μα πως είναι δυνατόν ένα τέτοιο εργοστάσιο με παράδοση περίπου δύο αιώνων – είχε φροντίσει να μάθει την ιστορία του από το διαδίκτυο- να βάζει λουκέτο; Να κρεμάει μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ή και εκατομμύρια καταναλωτές σε όλο τον κόσμο, έτσι;
Χωρίς δεύτερη κουβέντα;

Ο πραγματικός λόγος που του δημιούργησε όλη την ανησυχία ήταν τα ίδια τα προϊόντα και η πιθανότητα να μην τα ξαναέβρισκε ποτέ. Είχε συνδέσει όλη την διαδρομή του μαζί τους. Αυτά ήταν η πραγματική του μούσα και όλα τα υπόλοιπα ήταν περιφερειακά βοηθητικά στοιχεία. Το καμένο ντουϊ , το γιασεμί, το χαρτοάρωμα, η καλοκαιρινή δροσιά που έμπαινε κάθε δύο νύχτες από το ανοιχτό παράθυρο, όλα συμπλήρωναν την αρχική διαδικασία. Τον καθαρισμό του μεγάλου γραφείου με τα προϊόντα αυτά.
Ακακία, ευκάλυπτος, σφένδαμο, άγρια τριανταφυλλιά, φυσικό κερί μέλισσας, ήταν η σύνθεση που έδιναν ένα απίστευτο άρωμα που ανακαταευόταν με όλα τα άλλα και του χτυπούσαν την πόρτα της έμπνευσης. Σε αυτά στηρίχτηκαν τα πρώτα του “έργα” που τον έκαναν γνωστό και αναγνωρίσιμο στο λογοτεχνικό στερέωμα. Τα δύο πρώτα μάλιστα , το “παίζοντας κρυφτό στην Ακακία” και το
“ Στη χώρα του του αγρισφένδαμου” , βραβεύθηκαν πολλές φορές σε διάφορα λογοτεχνικά φόρα.

Η διαδικασία πάντοτε περιελάμβανε ένα γερό καθαρισμό του γραφείου με πανάκι βαμβακερό και λίγη ποσότητα από τις μαγικές αλοιφές, που εμπόδιζαν την σκόνη να κάτσει στην επαλειμμένη επιφάνεια. Πάντα πριν ξεκινήσει να χτυπάει τα πλήκτρα στο πληκτρολόγιο, σε οποιαδήποτε ώρα της μέρας ή της νύχτας. Σημασία είχε, να ακολουθήσει το τελετουργικό , στην εκτέλεση του οποίου το μυαλό του γένναγε την αρχική ιδέα και έχτιζε τον κορμό του τελικού κειμένου. Τα προσχέδια βρίσκονταν πάντα μέσα στο μυαλό του και ποτέ σε χαρτιά. Αν και κατά καιρούς τα χρησιμοποιούσε κι αυτά, σχεδόν ποτέ δεν τα ξανακοίταγε. Απλά κατέγραφε σε αυτά την εξέλιξη της σκέψης του. Σαν να κρατούσε ένα ανάποδο buck up. Φύλαγε τα βήματα σε χαρτιά και παρέδιδε στο αναγνωστικό κοινό, το τελικό κείμενο, αδιάβαστο από τον ίδιο πολλές φορές.

Αφού προσπάθησε να καταπιεί την “συμφορά” που τον βρήκε, να την χωνέψει για τα καλά, κι αφού είχε εξαντλήσει – απορρίψει όλες τις πιθανές λύσεις για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, πχ αγορά μεγάλου στοκ από το εμπόρευμα που υπήρχε ακόμη στην αγορά (αδυνατούσε να αγοράσει έστω και τέσσερα κομμάτια λόγω οικονομικής στριμούρας), αποφάσισε να απευθυνθεί σε ένα φίλο χημικό. Να αναλύσουμε του είπε, το προϊόν, να δούμε αν μπορούμε να βρούμε τα συστατικά και να προσπαθήσουμε να το φτιάξουμε. Μόνο έτσι θα σωθώ αδερφέ, δεν έχω άλλη λύση. Θετικός άνθρωπος ο φίλος του δέχθηκε να δει τι μπορεί να κάνει. Ο λόγος λοιπόν της αγωνίας του ήταν η αναμονή για το τηλέφωνο του φίλου. Αυτό που θα του έδινε μια κάποια διέξοδο. Όσο περνούσε η ώρα και το τηλέφωνο παρέμενε βουβό, όχι μόνο μεγάλωνε η αγωνία του, αλλά στο μυαλό του γεννιόταν δράκοι έτοιμοι να τον κατασπαράξουν.
Άντε και το αναλύσαμε, άντε και μάθαμε από τι είναι φτιαγμένα, άντε και μάθαμε τις αναλογίες που θα χρησιμοποιήσουμε. Θα υπάρχουν τα υλικά στην αγορά; η τσάμπα κόπος; Κι αν υπάρχουν; Πόσο θα κοστίζουν; Θα έχω τα χρήματα να τα αγοράσω; Είναι ακριβά αυτά τα πράγματα, εκχύλισμα σου λέει ο άλλος και έλαιο που πάει να πει διεργασία παραγωγής σε πανάκριβα εργαστήρια, άρα και πανάκριβο αποτέλεσμα. Άντε και πες τα βρήκαμε σε μια τιμή καλή, άντε και τα φτιάξαμε που θα τα βάλουμε; Αυτά τα βαζάκια, είναι δυσεύρετα και κανένα δεν έχει εκείνη την όμορφη εμφάνιση, ούτε το καπάκι το όμορφο με την ζωγραφιά της τέλεια. Να χρησιμοποιήσουμε τα παλιά που έχω μαζεμένα, αλλά είναι λίγα και βρώμικα, έχει χαλάσει και το ενδιάμεσο χαρτόνι που τα έκλεινε αεροστεγώς.
Όλες οι σκέψεις πυροδοτούσαν την απελπισία και το αδιέξοδο. Όλες οδηγούσαν στην καταστροφή και η ώρα περνούσε, το τηλέφωνο ήταν μια νεκρή συσκευή. Αποκαμωμένος από το πέρα δώθε μέσα στην νύχτα, κάθισε στον παλιό καναπέ. Τι κάθισε δηλαδή, βούλιαξε. Άρχισε να μυρίζει το γιασεμί από την μια , το καμένο ντουϊ από την άλλη και άφηνε τον εαυτό του να βουλιάζει περισσότερο στον καναπέ και το μυαλό του να ζαλίζεται από τα αρώματα.
Άρχισε ένα ταξίδι, σε ένα δάσος ευκαλύπτων, μετά βγήκε σε ένα δρόμο γεμάτο ακακίες δεξιά και αριστερά που οδηγούσε σε ένα πάρκο με ευωδιαστές άγριες τριανταφυλλιές. Μπήκε στο πάρκο, έτρεξε τριγύρω μύρισε ξανά μύρισε, σώστηκε τις μυρωδιές κυνηγώντας δυο μέλισσες μέχρι την φωλιά τους , έσκυψε και μύρισε το μέλι και το κερί που το προστάτευε, χωρίς να φοβηθεί τσιμπήματα και επιθέσεις άμυνας, από τα τρομαγμένα έντομα.

Ξημέρωσε. Ως δια μαγείας από τον καναπέ βρέθηκε στο γραφείο, καθισμένος μπροστά στον υπολογιστή να χτυπάει τα πλήκτρα με μανία. Με ένα αίσθημα τεράστιας ηρεμίας και γαλήνης, με ένα τασάκι δίπλα του γεμάτο αποτσίγαρα και την πρωινή δροσιά να εισβάλλει στον αέρα του δωματίου ανανεώνοντας τον αέρα διαρκώς. Όταν κάποια στιγμή σήκωσε το βλέμμα του, απλανές και σαστισμένο ακόμη, ρολλάροντας τις ήδη γραμμένες σελίδες, άρχισε να συνέρχεται. Ρολλάριζε μα δεν έφτανε στην αρχή, κύλαγε το κείμενο προς τα πίσω μέχρι που έφτασε στην αρχή. Διαβάζει τις πρώτες λέξεις “... Στο μισοσκότεινο δωμάτιο, φωτισμένο μόνο από το “λαμπατέρ” της ηλικιωμένης αρχόντισσας ....” , κοιτάζει τον αριθμητή λέξεων και χαραχτήρων και τότε παθαίνει σοκ, ξυπνάει από τον λήθαργο σαν να τον χτύπησε ρεύμα, “ λέξεις 48.582 (χαρακτήρες....) απίστευτο το νούμερο.
Και το τηλέφωνο; Χτύπησε το τηλέφωνο; Θα τα φτιάξουμε τα πράγματα να μπορώ να εμπνέομαι και να γράφω αριστουργήματα; Αλλά τι λέω; Οι αποδείξεις είναι εδώ. 48.582 λέξεις, αφού δεν καθάρισα, δεν μύρισα, δεν έτριψα, πως έγραψα 48.582 λέξεις;
Βάλθηκε να τις ξαναδιαβάσει από την αρχή, για πρώτη φορά στην ζωή του να ξαναδιαβάσει ότι είχε γράψει. Ένα τηλέφωνο κουδούνιζε δαιμονισμένο κάπου μακριά, αλλά οι λέξεις του, οι 48.582 λέξεις σαν να έσπρωχναν κάθε ήχο και κάθε μυρωδιά μακριά.
Απάρτιζαν ένα ακόμη μικρό “θαύμα” που ξετυλίγονταν μπροστά του, που ιδέα δεν είχε πως δημιουργήθηκε. Ένιωθε μόνο καθώς το παρακολουθούσε την απίστευτη εκείνη γαλήνη που παρέλυσε το σώμα του καθώς είχε βουλιάξει στον παλιό καναπέ της ηλικιωμένης αρχόντισσας που πήγαινε πακέτο με το λαμπατέρ της.

Σάββατο 19 Ιουλίου 2014

Ερωτηματικό (;)

                                           φωτογραφία δανεική από
                                            karapanagos.blogspot.gr


Κουράστηκα λες, να περπατώ
στα λασπωμένα μονοπάτια,
να ξαποστάσω θέλω, λες,
σε μια γωνιά ,
με μία χούφτα τόση δα
αγάπης κι ενοχής.

Έπεσα λες, σηκώθηκα ξανά,
τα μάτια μπρος και το κεφάλι
πάντoτε ψηλά,
μα πως τα χέρια να κρατήσουν,
όνειρα δίχως όνειρα
κι ελπίδες τεμαχισμένες
από οβίδες φίλιων πυρών;

Με πονάει λες, το έγκλημα στον κόσμο,
μα το λατρεύω που φωνάζω
στην ζωή να μείνει,
όρθια και δυνατή το χέρι της ν' απλώσει,
αλλά ποια χέρια θα κρατήσει;
όσα το σώμα τους ακόμη ψηλαφούν
ή όσα το αναζητούν ακόμη,
ξεκομένα από τον βασικό κορμό τους;  

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

Την νύχτα αυτή...

Την νύχτα αυτή,
που τα τζιτζίκια σώπασαν λόγω δροσιάς,
ξανάσμιξαν τ' αηδόνια στο αναπάντεχο
αλλά μοιραίο αντάμωμα τους.
Πρώτα τιτίβισαν, νέα,
να μάθουν γι αυτούς που λείπουν και γιατί,
κι ύστερα αχόρταγα το ένα κάλυπτε το άλλο
για να προλάβει όλα να τα πει.
Άλλα, με κάπως τσακισμένα τα φτερά,
άλλα αδύναμα από το ταξίδι τους το μακρινό
και άλλα πάλι ,με την σταγόνα της αιώνιας ευτυχίας
να κρέμεται στο ράμφος τους,
δροσοσταλίδα της ζωής
και ονειροευχή για όλα τ' άλλα.
Την νύχτα αυτή,
που κράτησε πολύ, χρόνους θάλεγες ολόκληρους
όσους τ' αηδόνια σκορπισμένα εδώ κι εκεί
τιτίβιζαν γλυκές φωνές σε άλλους κήπους
λαβωμένα κατάστηθα από ερώτων βέλη
κι από γονική έγνοια
ξεπεταρίσματα νεοσσών προκαλούσαν, διδαχή.
Την νύχτα αυτή,
την αηδονόνυχτα, η υπόσχεση κρατήθηκε σεπτά,
με ευλάβια και σωφροσύνη στις αηδονοψυχές
για το αντάμωμα που θάρθει πιο κοντά,
για την ζωή που δεν θα ξαναπλανέψει
τα αηδονοβλέμματα και τις ευαίσθητες
λεπτές αηδονοκαρδιές.


Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που δεν αποτυπώνουν τις μνήμες τους σε ηλεκτρονικά αρχεία. Συνεχίζουν να φωτογραφίζουν τις στιγμές , να τις οδηγούν στο σκοτεινό θάλαμο του μυαλού τους και να τις εμφανίζουν ως λεκτικές φωτογραφίες με την βοήθεια συναισθηματικών υγρών που πηγάζουν αυθεντικά στις βουνοκορφές της ψυχής τους. 

Σάββατο 12 Ιουλίου 2014

Ασημοχρυσόσκονη...

Έρχεται κάποτε, η γαμημένη αυτή στιγμή,
όπου σκληρά διαπιστώνεις,
πως όλοι γύρω σου κινούνται
πασπαλισμένοι με της αθλιότητας την σκόνη.

Γελούν και χαίρονται προσωρινά,
τροφοδοτούν την μάταιη τους δοξασία,
όταν τα φώτα τους τα λαμπερά
καινούργια έχουν μπαταρία.

Και τρεμοσβήνουν, χάνονται σιγά ,
μόλις η σκόνη που καλύπτει τις ψυχές τους
τα φώτα δεν αντανακλά
παρά μονάχα τις πληγές τους.

Εδώ ακριβώς θα δεις την διαφορά,
το βάρος της δικής σου φωταψίας
αν συνεχίσει να φεγγοβολά
με την απώλεια της ξένης ακτινοβολίας. 

Εκεί θα καταλάβεις μια χαρά
αν είσαι αυτόφωτο αστέρι φωτισμένο
ή αν σκεπάζεται και η δική σου η καρδιά
από την σκόνη αυτή, των εξαθλιωμένων.

Αν συνεχίσεις δηλαδή,
να νιώθεις μόνος σου ή προδομένος
δεν θάσαι κάτι διαφορετικό
παρά ετερόφωτος και καταδικασμένος.

**Ζητώ συγνώμη για την τρίτη λέξη, αν και πιστεύω πως δεν υπάρχουν κακές λέξεις. Κακά μυαλά ναι, κακές λέξεις όχι. Άλλωστε πολλές φορές η “κακές” λέξεις εκφράζουν τα πιο γνήσια αισθήματα και προσωπικά δεν έχω παρά να εκφράσω “μόνο τέτοια”.!!!

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

Ιδιωτικόν συμφωνητικόν...

Σε “συμφωνία ιδιωτών”
κατέληξε η ζωή μας
που περιγράφει επακριβώς
όλη την ύπαρξή μας.

Με κάθε λεπτομέρεια
τι δίνω και τι παίρνεις
χωρίς καμιά αμφισβήτηση
από τα δύο μέρη.

Όλα αυτά που γράφονται
κι όλα αυτά που μένουν
χρόνο δεν έχουν τώρα πια
λεπτό να περιμένουν.

Αυτό που δεν ορίζεται
από την συμφωνία
είναι το πως γκρεμίζονται,
όνειρα με την μία.
Πως φεύγουνε απ' την ψυχή
αισθήματα και πόνοι,
χαρές και λύπες ζωντανές
που ζουν σ' αυτήν ακόμη.

Αλλά ας είναι, δεν μπορεί,
ένα χαρτί να νιώθει
αυτά που οι υπογράφοντες
αισθάνονται ακόμη.

Ούτε κι αυτός που το' γραψε
το' κανε συμφωνία,
γνωρίζει αγάπη τι θα πει
πόνος και αγωνία.

Αυτός συντάσσει τα χαρτιά
αυτός θα καθορίζει
πως μοιάζουμε με πιστωτές.
Γι αυτό μόνο πληρώνεται,
αυτό μόνο γνωρίζει!!!



Σάββατο 5 Ιουλίου 2014

Αααααααανννθρωωωωππποοοοος

Κιμπάρης άνθρωπος ήταν. Γαλαντόμος στα αισθήματα και τα πράγματα. Γεμάτος θέληση να προσφέρει ότι είχε, χωρίς να λογαριάζει, “τι έδωσα και τι θα πάρω”. Τεφτέρι δεν κρατούσε ποτέ του ούτε και θυμόταν αν έδωσε , τι έδωσε και σε ποιόν. Να δώσει μόνο νοιαζόταν. Να δώσει και όχι πάντα από το περίσσευμά του. Μόνο από αυτό το περίσσευμα της ψυχής του έδινε και ένιωθε πως έτσι για πάντα, θα τροφοδοτούσε την ευτυχία που ένιωθε στην μοιρασιά.

Τόλμησε μια μέρα, να πει φωναχτά την σκέψη του. Να την ακούσουν όλοι εκείνοι που μέχρι εκείνη την στιγμή θαύμαζαν- όπως έλεγαν- την ομορφιά της ψυχής του. Όλοι εκείνοι που όπως νόμιζε δεν χαίρονταν από αυτή του την απλοχεριά σε αισθήματα και πράγματα, αλλά από την ευλογημένη τύχη τους να βρεθεί στο δρόμο τους. Όλοι όσοι -όπως έλεγαν- χαμογελαστοί πως είμαστε εδώ δίπλα σου και μόνο αυτό μας γεμίζει χαρά.

Στο άκουσμα της φωναχτής του πια σκέψης, αυτόματα στήθηκε μπρος στα μάτια του ένα τείχος. Ένα τεράστιο δυσπρόσιτο ανάχωμα. Ένα σύνορο. Εμείς από εδώ, εσύ από εκεί. Μόνος.
Τα μάτια τους κοκκίνισαν, τα πρόσωπά τους έμειναν σκυθρωπά και το γέλιο τους έφυγε, λες εξατμίστηκε στην στιγμή. Βλοσυροί, άκουγαν τα τελευταία του λόγια.
Σκαρφαλωμένοι στα τείχη που έχτισαν στην στιγμή και ματιές ή κουβέντες φαρμακερά βέλη, ακολουθούσαν τον χορό της φωτιάς, τον απαραίτητο χορό της μάχης, των πολλών έναντι του ενός.

Μαζεύτηκε, κουλουριάστηκε να προστατέψει ότι μπορούσε να γλιτώσει από το φαρμάκι. Άκουγε, έβλεπε και μαζευόταν. Τόξο το κορμί του. Τόξο κι ασπίδα μαζί. Πως θα γλιτώσει τόσο φαρμάκι και τόσα βέλη. Έσφιγγε τα δόντια κάθε που ένα βέλος καρφωνόταν στην κουλουριασμένη του πλάτη. Κάθε που το δηλητήριο έμπαινε στο σώμα του για να αναμειχθεί με το αίμα του. Να το μοχλέυσει. Να το μολύνει.

Κατάλαβε νωρίς πως οι μάσκες έπεσαν. Πως τα κέρινα χαμόγελα άρχισαν να λιώνουν στις πύρινες φράσεις του, πως πίσω από τα προσωπεία κρύβονταν τεφτέρια και λογαριασμοί, από αυτούς που δεν είχε ποτέ σκεφτεί να κάνει, σε όλη την διαδρομή του μέχρι τότε. Κατάλαβε πως κάτω από το σεντόνι της ευτυχίας κοιμόταν το φίδι του συμφέροντος. Ξένος. Περισσότερο ξένος δεν μπορούσε να νιώθει. Περισσότερο μόνος.

- Θα πεθάνω σκέφτηκε. Θα φύγω. Θα λιώσω στις πύρινες γλώσσες τους. Βάλθηκε να συνηθίσει γρήγορα τις νέες συνθήκες. Δεν είχε και τρόπο διαφυγής. Μια συνήθεια μόνο θα του έδινε την ελπίδα της επιβίωσης. Μια επιβεβλημένη συνήθεια με γοργούς ρυθμούς θα τον επανέφερε σε κατάσταση ψυχραιμίας, πριν αποφασίσει τι θα κάνει.

Κατάκοιτος, συνέχισε να δέχεται φαρμακωμένα βέλη. Να σφίγγει τα δόντια για να μην φωνάξει, να σφίγγει τις γροθιές για να αντέξει τον πόνο. Μια δυο φορές σήκωσε το χέρι της καρδιάς εκεί που νόμιζε θα ακουμπήσει σε ένα στήριγμα. Μάταιος κόπος. Τα στηρίγματα αποδείχθηκαν σαθρά,έπεσαν στον ίσκιο και μόνο του ανασηκωμένου χεριού και στον ανεπαίσθητο ήχο που άρθρωνε ακόμη η πληγωμένη του καρδιά. Βόγκηξε από τον πόνο, που γινόταν πιο βαρύς μπροστά στα κατακρημνιζόμενα στηρίγματα. Η κραυγή μέσα του γινόταν πιο δυνατή και κρυβόταν στην όλο και πιο βαθιά σιωπή.

Τα μάτια του έλαμψαν. Ήλιοι, ολοστρόγγυλοι, καυτοί Αυγουστιάτικοι ήλιοι. Λιοπύρια να λιώνουν ατσάλια.
Μια μόνο ματιά τριγύρω και μια ξαφνική κίνηση τον έφερε όρθιο απέναντι τους. Όρθιο, όπως ποτέ άλλοτε. Ανάμεσα σε βέλη να σφυρίζουν δίπλα του, ανάμεσα σε ματιές που φοβισμένες ή και μεταμελημένες κοίταζαν γεμάτες έκπληξη και απορία. Όρθιος, ζωντανός όσο ποτέ, όμορφος.

Η κραυγή του γκρέμισε το κάστρο της σιωπής μέσα του. Άρχισε να τρέχει και να διαπερνά το κορμί του θέλοντας να βρει την διέξοδο της , να πλανηθεί στον αέρα, να ακουστεί. Όσο ανέβαινε τόσο δυνάμωνε και έδινε ζωντάνια στο αιμόφυρτο και φαρμακωμένο σώμα της ψυχής του. Βρήκε το δρόμο της, μαζεύτηκε στο λάρυγγά του και άρχισε να πάλλει τις φωνητικές του χορδές. Ηχείο το στόμα του, χιλιάδες ντεσιμπέλ η αληθινή του φωνή, στεντόρια και πεντακάθαρη.

“ Όχι ρε δεν σας επιτρέπω. Όχι δεν θα γίνω σαν τα μούτρα σας. Όχι δεν θα μου φαρμακώσετε εσείς την ψυχή με τα συμφέροντα και τα τεφτέρια σας. Όχι, χίλιες φορές όχι. Θα μείνω άνθρωπος, χωρίς προσωπεία και σεντόνια. Αααααααανννθρωωωωππποοοοος” .

Αααααααανννθρωωωωππποοοοος!!!!

Το παλιό μου κουστουμάκι....

Μπορείς να το πείς με μια φράση . "Μάζεψα τα καλά κομμάτια μου και επιστρέφω στην ζωή"
Ντύθηκα το παλιό μου κουστουμάκι
πριν συναντήσω την καινούργια μου ζωή,
φθαρμένο είναι, δεν πειράζει
αλλά από άψογα καλό πανί.

Στις τσέπες του δυο μπάλες ναφθαλίνη
μυρίζουν λίγο έντονα θαρρώ
αλλά καθόλου δεν με νοιάζει
αφού ακόμη παραμένει καθαρό.

Τα έχει όλα τα κουμπιά του
στη θέση τους για να κουμπώνουνε σωστά
αν κι έχουν λίγο ξεθωριάσει
από το χρόνο και την λησμονιά.

Στέκεται όμορφα και φίνα
με κόβει λίγο, στο καβάλο
αλλά θα ανοίξει με την χρήση
για λίγο ακόμα αν το βάλω.

Της μόδας δεν θα πεις πως είναι
δεν είναι και ξεπερασμένο
του φαίνονται μόνο τα χρόνια
γιατί 'ναι κάτι τις τριμμένο.

Θ' αντέξει όμως, το παλιό το κουστουμάκι
στα νέα δεδομένα της ζωής
γιατί θυμίζει καραβάκι
και γέρικο καλό σκαρί.

Πέμπτη 3 Ιουλίου 2014

Αυτά για την ώρα......

Ο πόθος κι η απογοήτευση στα βράχια,
κείτονται ξαπλωμένοι χέρι – χέρι
αδημονώντας να στεγνώσει η αρμύρα,
στον ήλιο τον καυτό το μεσημέρι.

Δεν νοιάζονται και τόσο για το χρόνο
ούτε για το λιοπύρι του Ιούλη
να φύγει θέλουν μονάχα, αυτή η αρμύρα,
απ'το κορμί τους, κι από τα χείλη.

Λες κι'αν στεγνώσει δεν θα φτάσει
βαθιά στ'ακίνητα κορμιά τους
λες και θ'αλλάξει η μυρωδιά τους
αυτή η αρμύρα όταν στεγνώσει.

Οι δυστυχείς δεν το γνωρίζουν
πως ότι μέσα σου ευωδιάζει,
ούτε αρμύρα ούτε λιοπύρι
δεν το μοχλεύει ούτε τ'αλλάζει.

Μα πάλι άμα το γνωρίζαν
δεν θάταν πόθος δίχως πάθος
ούτε κι απογοήτευση θα ήταν
να ζει μετά από κάθε λάθος.

Αυτά για την ώρα......

Στη χώρα του "Πρωτογεννούς Πλεονάσματος"

Εκείνες τις μέρες τα μάτια των παιδιών είχαν χάσει την σπιρτάδα και το ανήσυχο πέρα δώθε που κάνουν οι κόρες τους, όταν εξερευνούν τον κόσμο.

Εκείνες τις μέρες οι άνθρωποι ήταν φανερά ανήσυχοι και σκεφτικοί όσο ποτέ άλλοτε. Συζητούσαν χαμηλόφωνα σχεδόν ψιθυριστά, σκυφτοί από τα κάγκελα της βεράντας προς την μεριά του δρόμου.

Ακόμη και τα οικόσιτα τα ζώα, οι γάτες οι σκύλοι, τα καναρίνια, και τα χρυσόψαρα είχαν αλλάξει συμπεριφορά. Δεν γλύφονταν πια οι γάτες, δεν αλυχτούσαν τα σκυλιά, δεν τριγύριζαν τα καναρίνια στα κλουβιά και τα χρυσόψαρα στις γυάλες.


Θαρρείς όλοι κάτι περίμεναν. Κάτι μεγάλο,απροσδόκητα μεγάλο. Καλό θα είναι; Κακό; Κάτι μεγάλο πάντως.

Καιρό τώρα τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Το κλίμα ήταν βαρύ. Η ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη. Από τα ανοιχτά παράθυρα, άκουγες πότε πότε καβγάδες και φωνές. Κλάματα. Μετά σιωπές. Εκκωφαντικές σιωπές. Πότε καταλάβαινες από τα συμφραζόμενα πως είχε πέσει φτώχεια και ανέχεια, πότε ζήλιες, πότε στέρηση, πότε αρρώστια.

Οι τηλεοράσεις πια είχαν κλείσει. Τα πιο πολλά σπίτια δεν είχαν ηλεκτροδότηση λόγω μη πληρωμής. Κάνα δυο που λειτουργούσαν, έπαιζαν χαμηλόφωνα και για λίγη ώρα έμεναν ανοιχτές στα πλαίσια της εξοικονόμησης λίγων χρημάτων από το λογαριασμό. Η νέα εταιρία ηλεκτροδότησης δεν χαριζόταν σε υπερβάσεις και καθυστερήσεις.

Ραδιόφωνα, υπολογιστές, τηλέφωνα και όλα τα τεχνολογικά καλούδια ενημέρωσης και επικοινωνίας είχαν σχεδόν καταργηθεί. Ποιος θα μπορούσε να κάνει περιττά έξοδα; Το θέμα πια ήταν η επιβίωση. Η καθημερινή επιβίωση. Πως δηλαδή θα εξασφαλίσεις ένα πιάτο φαϊ, ένα μπουκάλι γάλα και μια φραντζόλα ψωμί την ημέρα. Ήταν αρκετά για να σταθείς στα πόδια σου.

Αν πάλι κανένας αρρώσταινε, όλοι έτρεχαν. Έδιναν ότι μπορούσαν από τα λιγοστά τους υπάρχοντα, να συμπληρώσουν στην βοήθεια του φαρμακοποιού, να σώσουν τον άνθρωπο. Και εκείνα τα χρόνια νοσήματα των μεγάλων ανθρώπων, κάπως έτσι τα αντιμετώπιζαν. Κοινό ταμείο. Ο γιατρός,ο φαρμακοποιός, η γειτονιά, και εξασφάλιζαν μια μικρή παρακαταθήκη υποκατάστατων φαρμάκων για να συντηρούνται τα γερόντια.

Τα σχολεία λειτουργούσαν λίγο. Καθηγητές και δάσκαλοι δεν έρχονταν πια από μακριά. Οι συγκοινωνίες είχαν γίνει πανάκριβες, στα χέρια των μεγάλων εταιριών. Έτσι παρέδιδαν το μάθημα για τις επόμενες τρεις με τέσσερις μέρες και φρόντιζαν ώστε τα μεγαλύτερα παιδιά να βοηθήσουν τα πιο μικρά.

Οι λιγοστοί κακοπληρωμένοι εργαζόμενοι, ήταν αυτοί που κινούσαν την μικροοικονομία της κάθε γειτονιάς. Λίγα ψώνια από το μπακάλικο που είχε ξανανοίξει, λίγα πράγματα και μετρημένα από τους μικροπαραγωγούς που είχαν ξεφυτρώσει ενθυμούμενοι τρόπους καλλιέργειας με σπόρους παλιακούς, καμιά μικροεπισκευή σε ρούχα σε όσες γυναίκες είχαν προλάβει να μάθουν να κρατάνε βελόνα και κλωστή, λίγα πραγματάκια από τα μικρομάγαζα που είχαν στηθεί πρόχειρα, άλλα σε αυλές και άλλα σε πάγκους στο δρόμο.

Ένα πρωί κατά τις εννέα, οι φωνές ενός γείτονα έσπασαν την νεκρική σιωπή μιας γειτονιάς. Σωθήκαμε αδέρφια, σωθήκαμε ήταν ένας από εκείνους που είχε κρυφά συνδέσει το ρεύμα του, αλλά κράταγε τον κεντρικό διακόπτη κλειστό είκοσι τρεις ώρες στις είκοσι τέσσερις, για να μην τον καταλαβαίνουν από την εταιρία διανομής ρεύματος.

Όλοι πετάχτηκαν στο δρόμο. Όλοι μέχρι και τα παιδιά. Τι έγινε ρωτούσαν, τι έγινε;

Άρχισε να τους εξιστορεί πως σε έναν από τους πειρατικούς σταθμούς που είχαν ξεφυτρώσει στα FM, όπως παλιά, άκουσε πως οι εργάτες του μετάλλου μαζί με τις πωλήτριες από το μεγάλο εμπορικό κέντρο, αφού όλο το βράδυ είχαν κάνει παύση εργασιών σιωπηλά, το πρωί με μια αιφνιδιαστική κίνηση, και χωρίς να προλάβει κανείς να αντιδράσει, είχαν κλείσει την πόρτα δύο υπουργείων που στεγάζονταν στα παλιά κτίρια δίπλα στα κυβερνητικά μέγαρα.

Πάμε αδέρφια,πάμε να βοηθήσουμε. Άκουσα έχουν πέσει πυροβολισμοί, αλλά και ότι η κυβέρνηση υπό το βάρος τω εξελίξεων παραιτήθηκε. Πάμε αδέρφια, τι έχουμε να χάσουμε; Τι άλλο από τη φτώχεια μας και τη μιζέρια μας;

Το σούσουρο ακούστηκε και στις διπλανές γειτονιές και στις παραδίπλα και στις παραδίπλα. Έτσι καθώς οι πρώτοι είχαν κιόλας ξεκινήσει, στο πέρασμά τους από τις γειτονιές σάρωναν και τους άλλους. Ποτέ πριν τα τελευταία χρόνια, τόσος κόσμος, δεν ακολουθούσε ένα δρόμο προς μια κατεύθυνση, χωρίς μπροστάρη, βιαστικός και ανυπόμονος. Ποτέ. Άλλοι σκόνταφταν, άλλοι τους τράβαγαν από το χέρι να σηκωθούν, άλλοι έτρεχαν να προλάβουν το γνωστό και το γείτονα. Μα όλοι, όλοι όμως γελούσαν. Τα πρόσωπά τους είχαν φωτιστεί. Τα μάτια τους σπινθηροβολούσαν απόφαση. Εκείνη η ωχράδα της κακοπέρασης είχε πάρει μια λάμψη, ένα φως αλλιώτικο.

Έφτασαν, όχι κοντά στο σημείο, οι πιο κοντινές γειτονιές είχαν φτάσει νωρίτερα. Είχαν σηκώσει δυο μεγάλες σημαίες από τεντόπανο ζωγραφισμένο στα χρώματα της σημαίας. Και είχαν ανάψει φωτιές, όχι σε κάδους ή σε μαγαζιά. Στο δρόμο. Όχι για να αποφύγουν τα χημικά, αλλά για να γιορτάσουν. Γιορτή το είχανε, μεγάλη γιορτή. Σαν αυτές που παλιά γίνονταν στα σχολεία με ποιήματα,απαγγελίες, τραγούδια με τα λόγια των μεγάλων ποιητών, λογύδρια από τους καθηγητές και τους δασκάλους.

Τώρα πια οι δάσκαλοι, θα έχουν να πουν άλλα λογύδρια ,άλλα ποιήματα, άλλα τραγούδια με λόγια ποιητών από αυτούς τους νεογέννητους του Πρωτογενούς Πλεονάσματος.

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2014

Το καρπούζι....

Αυτό το αναθεματισμένο καρπούζι, είχε σφηνωθεί στο μυαλό του από το πρωί. Από εκείνη την ώρα που σταμάτησε στο τελευταίο φανάρι της εθνικής οδού, πριν πάρει την μεγάλη ευθεία για το επιπλάδικο – έκθεση που έτυχε να δουλεύει εκείνη την εποχή.
Τα είχε στιβάξει ο γύφτος στο φορτηγάκι τόσο όμορφα, που δεν υπήρχε περίπτωση οι περαστικοί να μην τα προσέξουν. Τα γυφτάκια τριγύρω χοροπηδούσαν ξυπόλητα παρά την πολύ πρωινή ώρα, όταν άλλα παιδάκια στην ηλικία τους απολάμβαναν τον ύπνο των διακοπών τους, αποκαμωμένα από της προηγούμενης μέρας τα παιχνίδια.
Έκανε ζέστη, τέλη Ιουλίου βλέπεις, και είχε από νωρίς το πρωί η άσφαλτος να ξερνάει την λάβα της λιώνοντας στο πέρασμα κάθε τροχοφόρου. Άφηναν πίσω τους μια γραμμή από κάθε ρόδα, όπως αφήνουν όταν βρέχει. Πυρωμένη άσφαλτος αυτό θα πει.
- Το μεσημέρι, στο κατέβασμα σκέφτηκε, θα κάνω μια αναστροφή στο φανάρι,θα τσιμπήσω την καρπουζάρα και βουρ στο σπίτι. Θα την σφάξω και θα πέσω στην ανηλεή καρπουζοφαγία, να τρέχουν τα ζουμιά πάνω μου , να φτύνω κουκκούτσια δεξιά και αριστερά, όπως τότε που τρέχαμε οικογενειακώς στα μπάνια του λαού με τα πούλμαν. Τότε που καθόμαστε κάτω από το πεύκο και τσακίζαμε μια καρπουζάρα, για πλάκα.
Είχε ξομείνει πίσω δουλεύοντας καλοκαιριάτικα. Σαν καινούργιος άδεια δεν έπαιζε να πάρει. Έτσι όταν οι άλλοι τσαλαβουτούσαν και τσιμπολογούσαν στις παραλίες, αυτός τσαλαβουτούσε στο πήγαινε έλα στην δουλειά από την εθνική οδό με την πυρωμένη άσφαλτο. Ένα βεσπάκι κατοπενηντάρι καβαλούσε και βόγκαγε μέχρι να φτάσει στο μεγάλο επιπλάδικο. Να κάτσει στο μεγάλο εσωτερικό περίπτερο, να περιμένει τα περιχαρή μελλόνυμφα ζευγάρια , αγκαζέ με την μαμά και τον πάντα βλοσυρό μπαμπά, να δουν και να αγοράσουν σκρίνια και τραπεζαρίες για το σπίτι των παιδιών. Με το χαρτάκι τους στο χέρι, να γράφουν και να σβήνουν, με τις μεζούρες και ένα χαμόγελο μισό λες και έκαναν αγγαρεία. Μα αγγαρεία τα έπιπλα για το καινούργιο σπιτικό;
Η πραγματική αγγαρεία ήταν αυτή που ζούσε, αλλά δεν το έλεγε πουθενά και σε κανέναν. Μετρούσε μόνο τα χιλιόμετρα του πήγαινε έλα, τις ώρες μέσα στο περίπτερο και τα ζευγάρια μετά της μαμάς που θα ξεψάχνιζαν και την τελευταία λεπτομέρεια της οβάλ τραπεζαρίας τύπου λουϊκένζ.
- Ωχ, αναστέναξε μόλις πάτησε το πόδι του στο περίπτερο. Αυτό δεν είναι καθόλου καλός οιωνός. Γκαντεμιά μου μυρίζει από μακριά.
Τα κεριά στα κηροπήγια που διακοσμούσαν τα έπιπλα της έκθεσης, έπνεαν τα λοίσθια. Από την ζέστη της προηγούμενης μέρας, αντί να στέκονται στητά και όμορφα, είχαν γύρει προς τα κάτω και κοιτούσαν τα τραπέζια.
- Τι θέαμα κι αυτό πρωινιάτικα. Τα διαβολοκέρια, τι πάθανε; Αλλά πάλι θα μου πεις καλοκαίρι
είναι, καύσωνα έχει, το κλιματιστικό δεν δουλεύει όλη νύχτα, τι να σου κάνουν κι αυτά, κεριά είναι θα λυγίσουν. Αλλά πάλι, το κέρατό μου μέσα, κάτι δεν μου πάει καλά, είναι σημάδι τούτο εδώ. Φυλάξου.
Άναψε τα φώτα και κάθισε στο γραφειάκι της γωνίας. Τηλέφωνο για καφέ στο μπαρ, ξεσκόνισμα απαραιτήτως, μην έρθει η μαμά και δεν ψωνίσει λόγω σκόνης, τηλέφωνο στο εργοστάσιο για τα δέοντα (πληροφορίες, παραγγελίες κλπ), καλημέρες με τους φρεσκοξυπνημένους συναδέλφους και ξανά στο γραφειάκι. Τσιγάρο, προ καφέ και... νάτο πάλι το καρπούζι μπροστά του. Νάτα πάλι τα γυφτάκια να χοροπηδάνε, νάτο το πεύκο και τα ζουμιά.
- Ρε θα την πάρω την καρπουζάρα ο κόσμος να χαλάσει σήμερα. Θα την πάρω και όλη την υπόλοιπη μέρα θα ασχολούμε μαζί της κι αυτή μαζί μου.
Ήρθε ο καφεντζής.
- Καλημέρα μεγάλε, τι έγινε.
- Τι να γίνει μωρέ όλα όπως τα ξέρεις.
- Σήμερα μην παραγγέλνεις πολύ, σε καμιά ώρα θα φύγω και δεν θα προλαβαίνουν οι άλλοι. Είναι και αητοί όπως ξέρεις.
- Γιατί δικέ μου, που θα πας; Σε καμιά παραλία με το γκομενάκι;
- Μωρέ καλά θα ήτανε να πάω σε παραλία. Αλλού θα πάω και δεν μου αρέσει καθόλου.
- Για λέγε, τι έπαθες ρε, με ανησυχείς.
- Άστα, δεν θέλω ούτε να τα σκέφτομαι.
- Θα μιλήσεις ή θα με σκάσεις;
- Η αδερφή μου, όχι δηλαδή η ίδια, το πιτσιρίκι της έχει πρόβλημα.
- Δηλαδή;
- Μπαίνει χειρουργείο σήμερα. Σοβαρό και μεγάλο.
- Οχι ρε, γιατί;
- Έπεσε ο μικρός εκεί που έπαιζε, χτύπησε άσχημα και τώρα....
Τον πήραν τα ζουμιά τον καφεντζή.
- Έλα ρε όλα καλά θα πάνε. Μην φοβάσαι.
- Καλά,φεύγω τώρα να προλάβω και τους άλλους και μετά να πάω.
- Μην το σκέφτεσαι, όλα καλά θα πάνε. Σε ποιο νοσοκομείο είναι;
- Στο Παίδων, που αλλού, πιτσιρίκι είναι
- Καλά φύγε και όταν σχολάσω, θα έρθω από εκεί. Χρειάζεστε τίποτα άλλο;
- Όχι μωρέ, λίγη τύχη μόνο, να την βγάλει ο μικρός καθαρή.
- Καλά πήγαινε..μην σκέφτεσαι άσχημα όλα καλά θα πάνε.

Ρε τον άνθρωπο, το είπα εγώ με τα γαμόκερα . Καλό σημάδι δεν ήταν αυτά. Προσπάθησε να διώξει τις σκέψεις του μακριά. Νάτο πάλι το καρπούζι και τα σχέδια. Νάτα τα γυφτάκια ξυπόλητα να χοροπηδάνε, τα ζουμιά το πεύκο.

Μαμάδες με ζευγάρια σήμερα δεν πέρασαν κι έτσι η ώρα πέρασε βασανιστικά και αργά. Πέρασε όμως. Κάνα δεκάλεπτο νωρίτερα τα μάζεψε έφυγε. Ούτε σκέψη για επιστροφή στο σπίτι. Μια και δυο στο νοσοκομείο. Το καμίνι, καμίνι , αλλά έπρεπε να παέι στους ανθρώπους. Άγνωστοι του ήταν αλλά έπρεπε.
Όταν έφτασε, όλα είχαν τελειώσει και όλα είχαν πάει καλά ευτυχώς. Ο μικρός είχε αρχίσει να συνέρχεται από την νάρκωση, κι όταν η μάνα του τον ρώτησε αν νιώθει καλά και αν θέλει κάτι, εκείνος της απάντησε πως θέλει καρπούζι. Οι γιατροί έδωσαν το “οκ” και άρχισαν όλοι να ψάχνονται. Δεν είναι δα το νοσοκομείο ξενοδοχείο να έχει ότι θέλει ο καθένας να φάει.
Βγήκε ο καφεντζής στο διάδρομο, του το λέει.
- Άστο μεγάλε, μην το σκέφτεσαι καθόλου. Σε μισή ώρα ο “τυπάκος” θα βουτάει στο καρπούζι και θα γλείφεται.
Έφυγε. Μαλλιά κουβάρια με το βεσπάκι, σε χρόνο που θα ζήλευε ασθενοφόρο, έφτασε από τη μια μεριά της πόλης στην άλλη. Στο γύφτο, τα γυφτάκια που ακόμη χοροπηδούσαν και στην σχεδόν άδεια καρότσα. Είχε περίπου ξεπουλήσει.
- Μάστορα το καλύτερο που έχεις και χωρίς πολλά πολλά.
- Γιατί βιάζεσαι αφεντικό;
- Γρήγορα βρε σου λέω. Γρήγορα το καλό και πρόσεξε είναι για παιδί φρεσκοχειρουργημένο.
- Το καλύτερο θα σου δώσω μάστορα. Το καλύτερο, αλλά για παιδί είπες;
- Ναι ρε, κουβέντα θα ανοίξουμε τώρα; Έχει δεν έχει βγεί λίγες ώρες από το χειρουργείο και ζήτησε καρπούζι.
Άστραψαν τα μάτια του γύφτου.
- Άστα αυτά αφεντικό. Άλλο θα πάρεις και θα φύγεις αμέσως.
- Βρε δώσε το καρπούζι το παιδί περιμένει.
- Έχω αυτό καβαντζαρισμένο από το πρωί για τα παιδιά μου. Πάρτο και φύγε.
- Πόσα;
- Φύγε σου λέω και περαστικά του. Φύγε.

Τα ζουμιά έκαναν κατακόκκινα τα σεντόνια του νοσοκομείου. Τα μάτια του παιδιού έλαμπαν από ευχαρίστηση. Τα δικά του, έμειναν να το χαζεύουν. Να αρμενίζουν πότε το γύφτο με τα γυφτάκια, πότε το πεύκο και τα ζουμιά και τα κουκούτσια σκόρπια τριγύρω.
Ότι είχε πια ξεχάσει ήταν το καρπούζι, τα αναθεματισμένα τα κεριά, τη ζέστη,τις μαμάδες με τις μεζούρες και την ξινίλα κάθε που κοίταζαν τον υποψήφιο γαμπρό τους.