Τρίτη 22 Ιουλίου 2014

48.582 λέξεις...

Στο μισοσκότεινο δωμάτιο, φωτισμένο μόνο από το “λαμπατέρ” της ηλικιωμένης αρχόντισσας, τα χαρτιά του σκέπαζαν τη μεγαλύτερη επιφάνεια, του ένας θεός να το κάνει παρκέ.
Η τελευταία επισκευή πριν από πολλά χρόνια, του είχε κληροδοτήσει μερικές βαθιές ανεπανόρθωτες χαρακιές, κάτι βαθουλώματα στα σανίδια, και ένα πολύ δυνατό λούστρο που έβαζε τα δυνατά του να κρατήσει σε ευπρεπή εμφάνιση το ξύλινο σύνολο.
Η μυρωδιά του καμένου από τα χρόνια ντουϊ του λαμπατέρ ανακατευόταν με την χαρτομολυβομυρωδιά και για ένα παράξενο λόγο, κατάφερναν να αναδύουν ένα μοναδικά ελαφρύ και ευαίσθητο άρωμα. Ήταν τόσο ύπουλα δυνατό που κατάφερνε να σκεπάσει, κι αυτήν ακόμη την τσιγαρίλα , όταν το δωμάτιο αεριζόταν σωστά, για δύο τρεις ώρες την μέρα ή την νύχτα.
Ειδικά αν το φρεσκάρισμα γινόταν καλοκαιρινή νύχτα, με κίνδυνο να εφορμήσουν σκνίπες και κουνούπια, ανακατευόταν με το άρωμα από το διπλανό γιασεμί παίρνοντας περιέργως πως, μια ακατανίκητη διάρκεια δύο τριών μερόνυχτων.

Παρά την εμφανή ακαταστασία που επικρατούσε στο δωμάτιο και στα δώματα του εγκεφάλου του, γνώριζε πολύ καλά που βρισκόταν το κάθε τι. Σημειώσεις που θα άναβαν κεράκι για τον πρώτο τους χρόνο ζωής, μολύβια, στυλό, πέννες, μελάνια μαύρα, μπλε, κόκκινα, τα πάντα γνώριζε που βρίσκονταν ή θυμόταν με τι έκαναν παρέα και σε ποια γειτονιά τριγυρνούσαν.
Ήταν φωτογραφικός τύπος και συνδύαζε την θέση των αντικειμένων με άλλα αντικείμενα, αλλά και βιντεοτύπος αφού κατέγραφε την πορεία του κάθε χαρτιού που έφευγε από το χέρι του μέχρι που προσγειωνόταν μαλακά σε κάποιο σημείο του πατώματος.

Για σκόνη να μην μιλήσουμε. Ήταν μέρος της ζωής και της καθημερινότητας. Άσε που πολλές φορές χρησίμευε και για πίνακας όταν καθόταν αργά πάνω σε κάποιο έπιπλο με μεγάλη επιφάνεια.
Το μόνο που έλαμπε, ήταν το παλιό ξύλινο γραφείο, θεόρατο για το χώρο στον οποίο βρισκόταν. Παλιό απόχτημα, μαόνι μασίφ, σκούρο λούστρο γαλλικού τύπου. Από πάνω του στο παρελθόν είχαν περάσει οι πιο βαριές υπογραφές ναυτιλιακής εταιρίας για συμφωνίες που αφορούσαν από μια βίδα μέχρι ένα ολόκληρο τάνκερ βίδες. Το πέτυχε σε μια ανακαίνιση της κραταιάς εταιρίας, που τι την ήθελαν εδώ που τα λέμε, σε δύο χρόνια μετά , ακολούθησε ένα εξίσου μεγαλοπρεπές φουντάρισμα. Κανόνι στην αγορά, αγνώστου διαμετρήματος. Όπως και να έχει ότι απέμεινε από την κανονιά, ήταν αυτό το γραφείο που πολύ ευγενικά είχε ζητήσει από του υπαλλήλους της εταιρίας και που επίσης εκείνοι πολύ πρόθυμα του το έδωσαν δωρεάν για να ξεφορτωθούν το “σαπάκι”. Αυτό λοιπόν το γραφείο και μετά τα “χαϊρια” των εφοπλιστών αποφάσισε να συντηρεί δις εβδομαδιαίως με τα καλύτερα καθαριστικά και γυαλιστικά κεριά της αγοράς, με φυσικό κερί μέλισσας και άλλα εκχυλίσματα που έθρεφαν και προστάτευαν το μαονένιο του βαρύ σώμα.
Έλαμπε και φαινόταν σαν την μύγα μες το γάλα, δίπλα στην γενικότερη σκονισμένη ακαταστασία που επικρατούσε.

Εκείνο το καλοκαιρινό βράδυ, που ήταν η σειρά του να ανακατέψει τα αρώματα γιασεμιού με το αναδυόμενο από το καμένο ντουϊ και το γενικότερο χαρτοάρωμα, μπήκε στο δωμάτιο αναστατωμένος. Γεμάτος αγωνία. Με τα μαλλιά ανασηκωμένα, ιδρωκοπημένος, με τα γυαλιά του θολά από την έξαψη που ένιωθε και ένα βλέμμα περίπου σαν του αγριεμένου σκύλου που διαισθάνεται τον σεισμό. Πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο με νευρικές κινήσεις, αδιαφορώντας εντελώς για την είσοδο της καλοκαιρινής μυρωδάτης δροσιάς. Σχεδόν δεν την καταλάβαινε κι ας ήταν κάτι σαν τη μούσα του. Άλλος είχε την θεογκόμενα μπροστά του ημίγυμνη και την ζωγράφιζε, άλλος άκουγε τα κύματα και έγραφε μουσική, άλλος χάζευε τον κόσμο να τριγυρνάει παραζαλισμένος και έγραφε μυθιστορήματα. Αυτός είχε αυτήν την καλοκαιρινή δροσιά και μερικά άλλα ασήμαντα πραγματάκια να πυροδοτούν την σκέψη του και να δημιουργούν προπλάσματα αριστουργημάτων.
Το νευρικό του πέρα δώθε, συνεχίζονταν ακατάπαυστο και όσο η ώρα περνούσε γινόταν όλο και πιο νευρικό.
Είχε προηγηθεί το μεσημέρι μια τυχαία συνάντηση με μια παλιά φίλη του. Χαμένοι μεταξύ τους από καιρό. Ούτε ήξερε που βρισκόταν ούτε και που σκέφτηκε ποτέ να ψάξει να βρει τα ίχνη της. Είχαν σχέση για ένα φεγγάρι, πήραν ότι μπορούσε να δώσει ο ένας στον άλλο, κράτησαν τα καλά και είπαν να προχωρήσουν στο υπόλοιπο του βίου τους, ο καθένας σε άλλη γη και άλλα μέρη. Πληγές,τραύματα, κλάματα και τέτοια ανθρώπινα δεν υπήρξαν, μια μεγάλη γρήγορη συγχώρεση του ενός προς τον άλλο και τέλος. Α , και μια καθαρή ανθρώπινη αγάπη που έτσι κι αλλιώς δεν μετακομίζει από τις καρδιές με την σηματοδότηση ενός τέλους.

Πάνω στις κάπως βιαστικές κουβέντες, αυτές τις τυπικότητες που έρχονται σαν γέφυρες να καλύψουν τον ενδιάμεσο χρόνο, έμαθε πως δούλευε σε μια εταιρία που του ήταν γνωστή. Ως όνομα δηλαδή και ως καταναλωτής των προϊόντων της. Ήταν η εταιρία που εισήγαγε τα καθαριστικά που χρησιμοποιούσε για το μεγάλο μαονένιο γραφείο. Τα αγόραζε συνήθως από ένα μαγαζάκι στο κέντρο σε ποσότητα λες και καταλάβαινε πως κάποια στιγμή ίσως του λείψουν.
Τα κακά μαντάτα ήταν πως η κοπέλα μόλις πριν μια μέρα είχε απολυθεί από την δουλειά της, η εταιρία είχε ρίξει ένα ωραιότατο φαλιμέντο καθώς η κατασκευάστρια των προϊόντων του εξωτερικού είχε κι εκείνη φορέσει ένα πριγκιπικό λουκέτο στην πόρτα εισόδου της.
Κεραμίδα ανυπόφορη. Σοκ και δέος. Μα πως είναι δυνατόν ένα τέτοιο εργοστάσιο με παράδοση περίπου δύο αιώνων – είχε φροντίσει να μάθει την ιστορία του από το διαδίκτυο- να βάζει λουκέτο; Να κρεμάει μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ή και εκατομμύρια καταναλωτές σε όλο τον κόσμο, έτσι;
Χωρίς δεύτερη κουβέντα;

Ο πραγματικός λόγος που του δημιούργησε όλη την ανησυχία ήταν τα ίδια τα προϊόντα και η πιθανότητα να μην τα ξαναέβρισκε ποτέ. Είχε συνδέσει όλη την διαδρομή του μαζί τους. Αυτά ήταν η πραγματική του μούσα και όλα τα υπόλοιπα ήταν περιφερειακά βοηθητικά στοιχεία. Το καμένο ντουϊ , το γιασεμί, το χαρτοάρωμα, η καλοκαιρινή δροσιά που έμπαινε κάθε δύο νύχτες από το ανοιχτό παράθυρο, όλα συμπλήρωναν την αρχική διαδικασία. Τον καθαρισμό του μεγάλου γραφείου με τα προϊόντα αυτά.
Ακακία, ευκάλυπτος, σφένδαμο, άγρια τριανταφυλλιά, φυσικό κερί μέλισσας, ήταν η σύνθεση που έδιναν ένα απίστευτο άρωμα που ανακαταευόταν με όλα τα άλλα και του χτυπούσαν την πόρτα της έμπνευσης. Σε αυτά στηρίχτηκαν τα πρώτα του “έργα” που τον έκαναν γνωστό και αναγνωρίσιμο στο λογοτεχνικό στερέωμα. Τα δύο πρώτα μάλιστα , το “παίζοντας κρυφτό στην Ακακία” και το
“ Στη χώρα του του αγρισφένδαμου” , βραβεύθηκαν πολλές φορές σε διάφορα λογοτεχνικά φόρα.

Η διαδικασία πάντοτε περιελάμβανε ένα γερό καθαρισμό του γραφείου με πανάκι βαμβακερό και λίγη ποσότητα από τις μαγικές αλοιφές, που εμπόδιζαν την σκόνη να κάτσει στην επαλειμμένη επιφάνεια. Πάντα πριν ξεκινήσει να χτυπάει τα πλήκτρα στο πληκτρολόγιο, σε οποιαδήποτε ώρα της μέρας ή της νύχτας. Σημασία είχε, να ακολουθήσει το τελετουργικό , στην εκτέλεση του οποίου το μυαλό του γένναγε την αρχική ιδέα και έχτιζε τον κορμό του τελικού κειμένου. Τα προσχέδια βρίσκονταν πάντα μέσα στο μυαλό του και ποτέ σε χαρτιά. Αν και κατά καιρούς τα χρησιμοποιούσε κι αυτά, σχεδόν ποτέ δεν τα ξανακοίταγε. Απλά κατέγραφε σε αυτά την εξέλιξη της σκέψης του. Σαν να κρατούσε ένα ανάποδο buck up. Φύλαγε τα βήματα σε χαρτιά και παρέδιδε στο αναγνωστικό κοινό, το τελικό κείμενο, αδιάβαστο από τον ίδιο πολλές φορές.

Αφού προσπάθησε να καταπιεί την “συμφορά” που τον βρήκε, να την χωνέψει για τα καλά, κι αφού είχε εξαντλήσει – απορρίψει όλες τις πιθανές λύσεις για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, πχ αγορά μεγάλου στοκ από το εμπόρευμα που υπήρχε ακόμη στην αγορά (αδυνατούσε να αγοράσει έστω και τέσσερα κομμάτια λόγω οικονομικής στριμούρας), αποφάσισε να απευθυνθεί σε ένα φίλο χημικό. Να αναλύσουμε του είπε, το προϊόν, να δούμε αν μπορούμε να βρούμε τα συστατικά και να προσπαθήσουμε να το φτιάξουμε. Μόνο έτσι θα σωθώ αδερφέ, δεν έχω άλλη λύση. Θετικός άνθρωπος ο φίλος του δέχθηκε να δει τι μπορεί να κάνει. Ο λόγος λοιπόν της αγωνίας του ήταν η αναμονή για το τηλέφωνο του φίλου. Αυτό που θα του έδινε μια κάποια διέξοδο. Όσο περνούσε η ώρα και το τηλέφωνο παρέμενε βουβό, όχι μόνο μεγάλωνε η αγωνία του, αλλά στο μυαλό του γεννιόταν δράκοι έτοιμοι να τον κατασπαράξουν.
Άντε και το αναλύσαμε, άντε και μάθαμε από τι είναι φτιαγμένα, άντε και μάθαμε τις αναλογίες που θα χρησιμοποιήσουμε. Θα υπάρχουν τα υλικά στην αγορά; η τσάμπα κόπος; Κι αν υπάρχουν; Πόσο θα κοστίζουν; Θα έχω τα χρήματα να τα αγοράσω; Είναι ακριβά αυτά τα πράγματα, εκχύλισμα σου λέει ο άλλος και έλαιο που πάει να πει διεργασία παραγωγής σε πανάκριβα εργαστήρια, άρα και πανάκριβο αποτέλεσμα. Άντε και πες τα βρήκαμε σε μια τιμή καλή, άντε και τα φτιάξαμε που θα τα βάλουμε; Αυτά τα βαζάκια, είναι δυσεύρετα και κανένα δεν έχει εκείνη την όμορφη εμφάνιση, ούτε το καπάκι το όμορφο με την ζωγραφιά της τέλεια. Να χρησιμοποιήσουμε τα παλιά που έχω μαζεμένα, αλλά είναι λίγα και βρώμικα, έχει χαλάσει και το ενδιάμεσο χαρτόνι που τα έκλεινε αεροστεγώς.
Όλες οι σκέψεις πυροδοτούσαν την απελπισία και το αδιέξοδο. Όλες οδηγούσαν στην καταστροφή και η ώρα περνούσε, το τηλέφωνο ήταν μια νεκρή συσκευή. Αποκαμωμένος από το πέρα δώθε μέσα στην νύχτα, κάθισε στον παλιό καναπέ. Τι κάθισε δηλαδή, βούλιαξε. Άρχισε να μυρίζει το γιασεμί από την μια , το καμένο ντουϊ από την άλλη και άφηνε τον εαυτό του να βουλιάζει περισσότερο στον καναπέ και το μυαλό του να ζαλίζεται από τα αρώματα.
Άρχισε ένα ταξίδι, σε ένα δάσος ευκαλύπτων, μετά βγήκε σε ένα δρόμο γεμάτο ακακίες δεξιά και αριστερά που οδηγούσε σε ένα πάρκο με ευωδιαστές άγριες τριανταφυλλιές. Μπήκε στο πάρκο, έτρεξε τριγύρω μύρισε ξανά μύρισε, σώστηκε τις μυρωδιές κυνηγώντας δυο μέλισσες μέχρι την φωλιά τους , έσκυψε και μύρισε το μέλι και το κερί που το προστάτευε, χωρίς να φοβηθεί τσιμπήματα και επιθέσεις άμυνας, από τα τρομαγμένα έντομα.

Ξημέρωσε. Ως δια μαγείας από τον καναπέ βρέθηκε στο γραφείο, καθισμένος μπροστά στον υπολογιστή να χτυπάει τα πλήκτρα με μανία. Με ένα αίσθημα τεράστιας ηρεμίας και γαλήνης, με ένα τασάκι δίπλα του γεμάτο αποτσίγαρα και την πρωινή δροσιά να εισβάλλει στον αέρα του δωματίου ανανεώνοντας τον αέρα διαρκώς. Όταν κάποια στιγμή σήκωσε το βλέμμα του, απλανές και σαστισμένο ακόμη, ρολλάροντας τις ήδη γραμμένες σελίδες, άρχισε να συνέρχεται. Ρολλάριζε μα δεν έφτανε στην αρχή, κύλαγε το κείμενο προς τα πίσω μέχρι που έφτασε στην αρχή. Διαβάζει τις πρώτες λέξεις “... Στο μισοσκότεινο δωμάτιο, φωτισμένο μόνο από το “λαμπατέρ” της ηλικιωμένης αρχόντισσας ....” , κοιτάζει τον αριθμητή λέξεων και χαραχτήρων και τότε παθαίνει σοκ, ξυπνάει από τον λήθαργο σαν να τον χτύπησε ρεύμα, “ λέξεις 48.582 (χαρακτήρες....) απίστευτο το νούμερο.
Και το τηλέφωνο; Χτύπησε το τηλέφωνο; Θα τα φτιάξουμε τα πράγματα να μπορώ να εμπνέομαι και να γράφω αριστουργήματα; Αλλά τι λέω; Οι αποδείξεις είναι εδώ. 48.582 λέξεις, αφού δεν καθάρισα, δεν μύρισα, δεν έτριψα, πως έγραψα 48.582 λέξεις;
Βάλθηκε να τις ξαναδιαβάσει από την αρχή, για πρώτη φορά στην ζωή του να ξαναδιαβάσει ότι είχε γράψει. Ένα τηλέφωνο κουδούνιζε δαιμονισμένο κάπου μακριά, αλλά οι λέξεις του, οι 48.582 λέξεις σαν να έσπρωχναν κάθε ήχο και κάθε μυρωδιά μακριά.
Απάρτιζαν ένα ακόμη μικρό “θαύμα” που ξετυλίγονταν μπροστά του, που ιδέα δεν είχε πως δημιουργήθηκε. Ένιωθε μόνο καθώς το παρακολουθούσε την απίστευτη εκείνη γαλήνη που παρέλυσε το σώμα του καθώς είχε βουλιάξει στον παλιό καναπέ της ηλικιωμένης αρχόντισσας που πήγαινε πακέτο με το λαμπατέρ της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: