Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015

Ονειροσκαλιστής χρόνος...



Διαλαλητής,
ερώτων,
κομπάρσος,
σκηνών αδιάκοπων,
slow motion η fastforword,
αναλόγως της διάθεσης,
τώρα!!

Ονειροσκαλιστής χρόνος,
εικονοπλάστης ανέμελος,
άρχοντας πρωταγωνιστής
κουϊντας,
χρώματος
διάφανου έως πορτοκαλίζοντος
κόκκινου ήλιου...

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2015

Το σύνολο στο όλον...



Σαν οργωμένες οι ψυχές
από συνείδησης αλέτρι,
αναζητούν ψιχάλες κατανόησης,
να καρποφορήσουν.

Ταξιδεμένες οι καρδιές,
χορτάτες,
ψάχνουν κατάλυμα στοργής,
να ξαποστάσουν.

Υγρά τα μάτια από κορμιά,
που λάτρεψαν προτού να λατρευτούν,
στις κόχες τους παίζουν τραγουδώντας,
να ακουστούν.

Τρεμάμενα χέρια, κρατάνε άλλα χέρια,
να πιάσουν λες τους ουρανούς,
προτού τα σύννεφα τους πάρουν,
να ισορροπούν.

Το σύνολο στο όλον,
πλέει φύλλο,
σε λίμνη μυστική, απόμακρη,
προτού το βότσαλο τσακίσει τα νερά
με κύκλους εφαπτόμενους....

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2015

Αυτοσαρκασμός..



Κρατάω πάντοτε κρυφά,
ένα λευκό χαρτί,
μια τύχη, διακαώς να περιμένει,
παρά το απολύτως βέβαιο συμβάν,
πως απ' τον τζόγο ή τα τυχερά,
ειν η ζωή μου,
εκ γενετής και οριστικά
αποκομμένη..

Κρατάω πάντοτε κρυφά,
μια μικρή ελπίδα,
να μοιάζει εξωτερικά,
με μια φθηνή, μια ευτελή σημύδα,
ενώ στο βάθος εσωτερικά,
ειν' ακριβή, μοναδική ψηφίδα.

Αν τύχει το λοιπόν ποτέ,
το τέλος μου να φτάσει ,
παρακαλώ τον τυχερό,
τις τσέπες μου να ψάξει,
κάτι θα βρει και αρκετό,
μονάχος να ξεκαρδιστεί,
ή με πολλούς να κλάψει.

Αυτό που πάντως δεν θα βρει,
όλ' αν τα ψαχουλέψει,
θα είναι η ελπίδα μου,
που πρώτη θάχει τρέξει,
να πιάσει θέση σοβαρή,
προτού να καταφθάσω,
στου νέου κόσμου τα στενά,
χωρίς να πάω πάσο.

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2015

Μήπως να γίνουμε Γαζίες;






Γροθιά πρώτη στο στομάχι:

Με φίλους αργά, πολύ αργά όμως, σε ένα μπαράκι τα πίνουμε. Γυρίζει ένας, καλή του ώρα, και μου λέει: χαμογέλα μωρέ μαλάκα. Χαμογέλα λίγο, λύσε τον εαυτό σου. Άστον να γελάσει λίγο, τι σου ζητάει;

Γροθιά δεύτερη πάλι στο στομάχι:

Φίλος ξανά, άλλος αυτή την φορά, που ακούει και καταγράφει όλα τα εντός μου συμβαίνοντα : είσαι πολύ σοβαρός, σε αντιμετωπίζει ως έναν πολύ σοβαρό άντρα, που ξέχασε να παίζει. Που σκότωσε την σκανταλιά και βάρυνε πολύ, σοβάρεψε πολύ.. κι αυτό δεν είναι καλό.

Γροθιά τρίτη κατάμουτρα αυτή την φορά:

Είσαι πολύ σοβαρός, γελάς σπάνια και αυτό για λίγο και επιφανειακά.


Μάχη, ξύλο πολύ.
Ζωή μου, πέταξες σε μια γωνιά,
χαμόγελα και κάτι σκανταλιές,
όπως αυτές που στείνουν οι μικροί,
για να γελάσουν με τα χάλια μας,
και ξεκαρδίζονται οι άτιμοι,
χασκογελούν με τις μουτράκλες μας,
σαν παίρνουν όψεις βράχων .

Βράδυ, αργά. Πολύ αργά όμως. Τρεκλίζεις λίγο από τον τρικυμισμένο Βόσπορο που βασιλεύει εντός κρανίου. Ψάχνεις κλειδιά, αναμνήσεις, πόρτα να ξεφύγεις. Χάνεσαι στο βάθος ενός στενού και σκοτεινού δρόμου, αλλά γελάς. Γελάς πολύ, πλατιά και φωτεινά να ζωντανεύει το στενό και να αστράφτει. Σαν μέρα νάγινε. Πως τόκανες αυτό; Να προσέχεις..Να προσέχεις πολύ όμως, θέλω να με ξανά κεράσεις αυτό το κρασί της μνήμης και της ζωής, όταν μπορείς και θέλεις.

Ξημέρωσε,
κάθισε λίγο να φτιάξουμε καφέ,
κάθισε να γελάσουμε σαν τα παιδιά,
να μας βρει ετούτη η μέρα,
λιγότερο σοβαρούς
και πολύ, πολύ όμως, λιγότερο βαρείς.
Μην φοβάσαι, όχι ελλιποβαρείς,
περισσότερο παιδιά...
Κοίτα, μια γαζία!!
Που ξεφύτρωσε χειμωνιάτικα;
Που βρήκε δύναμη να ευωδιάζει το ανοιχτό της ζωής μας παράθυρο;
Που βρήκε το θράσος να κλείσει λογαριασμούς, κείμενα και αναμνήσεις;
Το δρόμο που βρήκε να ξεφύγει;
Μήπως να γίνουμε γαζίες;