Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2016

Άτιτλο ( ακόμη !!).....


....Άφησε το πακέτο με τα τσιγάρα στο τραπεζάκι, με την ανάποδη πλευρά του προς τα πάνω, χαζεύοντας τους ανθρώπους να κυνηγούν τα βήματά τους. Δυο – τρεις γερές ρουφηξιές και δυο γουλιές καφέ και το βλέμμα του έστεκε ατάραχο σε ότι συναντούσε. Στην γωνιά του μικρού καφενέ, πάνω στην πολύβουη πλατεία, είχε αφήσει τον εαυτό του να απολαύσει βουή και ανθρωπομυρωδιές. Μήνες τώρα, χωμένος μέσα σε ένα διαμέρισμα, δρασκέλιζε κομμάτι κομμάτι το μονοπάτι του έρωτα, διδασκόταν και ρούφαγε κάθε του πτυχή. Πονούσε και γέλαγε. Έκλαιγε και αδιαφορούσε. Έπινε, μεθούσε, ξεμέθαγε για να ξανά πιει. Κατάντια δίχως όρια. Ζωή χωρίς αύριο. Μόνο με χθες. Πολύ χθες. Σφραγίδα τα μάτια της. Πράσινα και μεγάλα. Πουκάμισο το δέρμα της. Άσπρο σταρένιο και αλαβάστρινο. Εύθραυστο. Εικόνες πάνω σε άλλες εικόνες, ντυμένες με συναίσθημα. Ανάμεικτο συναίσθημα. Κοκτέιλ. Αγάπη – μίσος. Νόστος – βαρεμάρα. Αξία – απαξία. Ζωή – θάνατος. Μέρα – νύχτα. Κλάμα- γέλιο.
Στα χαγιάτια του έρωτα στάθηκε νωρίς. Τον καλούσε λες κάτι απροσδιόριστο με τεράστια δύναμη. Το στήθος του ανεβοκατέβαινε γρήγορα κάθε που μια ξεχωριστή ύπαρξη, έμπαινε στο διάβα του. Βίωνε μια αναστάτωση και έναν κόμπο στο στομάχι όταν το βλέμμα του διασταυρωνόταν με ένα άλλο βλέμμα που θεωρούσε διαφορετικό. Αγαπούσε τα μάτια. Όλα τα μάτια. Ένιωθε, του μιλούσαν μια δική τους γλώσσα που την καταλάβαινε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Τα μάτια, ναι τα μάτια, ήταν ότι του ράγιζε την ψυχή. Ότι την έκανε μικρά κομμάτια, που απλόχερα ήταν διατεθειμένος να τα χαρίσει, δίχως ανταλλάγματα εντός προϋποθέσεων. Είναι γνωστή η δύναμη των ματιών. Την απολάμβανε, την αποζητούσε, την πρόσεχε, της δινόταν απερίσκεπτα. Ήταν τα μάτια θεωρούσε, οι πόρτες των ψυχών. Τίποτε άλλο πιο ξεκάθαρο δεν έβλεπε παρά μόνο τα μάτια. Εκπαιδεύτηκε νωρίς να μην την “πατάει” από οποιαδήποτε μάτια. Να παραδίνεται έμαθε μόνο στα “ ξεχωριστά μάτια”.

Κι αυτά τα ξεχωριστά μάτια απέναντί του, πότε γελαστά, πότε βλοσυρά και πότε δακρυσμένα κατέληγαν πάντα στην ίδια φράση.
Αγάπη, μοναδική Αγάπη, με “ Α” κεφαλαίο. Αυτό της Ανατροπής, της Αναταραχής, της Αναμονής, της Ανησυχίας, της Αναρχίας, που τόσο ταίριαζαν όλες στα Αναστατωμένα του και επΑναστατημένα νιάτα. Αυτά που φλόγιζαν το είναι του. Αυτά που ιδροκοπούσαν σε κάθε τι που ερχόταν να συμβαδίσει με την νιότη του. Την όμορφή του νιότη.
Αγέρωχο βλέμμα, βήμα κάπως πηδηχτό σαν ελατήριο, ασταμάτητη ενέργεια και δίψα για όλα. Για τα καλά και για τα κακά. Για τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα, για πολέμους και ειρήνες, για γέλια και για ταυτόχρονα κλάματα.
Αγάπη μεγαλοπρεπής. Βαθιά, αγνή, αστείρευτη και κυρίως αληθινή. Κι ας υποπτευόταν το βραχύβιο της, κι ας καταλάβαινε πως τέτοια μάτια δεν είναι ιδιοκτησία κανενός. Ανήκουν παντού και τα χαίρονται όλοι. Κι ας ερχόταν σε ευθεία σύγκρουση με τα μέσα του, κι ας πίστευε πως τούτα τα μάτια είναι καλυμμένη φωτιά που θα τον σιγοκαίει σε όλη την υπόλοιπη ζωή του. Κάρβουνο αναμμένο, αψέντι να καίει τα σωθικά του ως κάτω, ως μέσα, στης ψυχής τα απόκρυφα.
Επίμονος. Υπομονετικός . Πιο καρτερικός κι από οσιομάρτυρα, ξεκίνησε να πίνει σταγόνα - σταγόνα το φαρμάκι της Αγάπης. Αυτής της Αγάπης. Της αγιάτρευτης και αλησμόνητης. Της ολοκληρωμένης από νωρίς και της ανεκπλήρωτης στους αιώνες των αιώνων. Το ένιωθε. Θα καταστραφεί. Θα χαθεί στα απόνερα αυτής της Αγάπης. Όμως ποιος λογαριάζει κίνδυνο και πόνο σαν βρίσκεται στα νιάτα του; Ποιος καταλαβαίνει τον χρόνο σαν κάτι που κυλάει και τον εκτιμά αναλόγως. Κανένας νέος. Πραγματικός νέος. Αψύς και ζωντανός άνθρωπος, που ρουφάει τα νιάτα και την ζωή ως το μεδούλι τους. Κι' αυτός ήταν ένας τέτοιος. Πραγματικός νέος. Όχι ένα γερασμένο πρόωρα παιδί. Ένας “ ριζοσπάστης”, βούταγε την ζωή από τα μαλλιά και την έσερνε στα άδυτα και σκοτεινά της να την ξεζουμίσει. Δεν άφηνε να τον πάει εκείνη όπου ήθελε. Την πήγαινε εκείνος όπου και όποτε ήθελε. Πεισματάρης, βαθιά χωμένος στα όρια του εγωισμού. Αλλά γεμάτος. Πολύ γεμάτος σε όλα του. Σε συμπόνια, σε κατανόηση, σε διαίσθηση, σε ενδιαφέρον για κάθε τι υπήρχε δίπλα του, σε όνειρα και κυρίως σε Ποίηση.
Αυτήν που συντρόφεψε νωρίς τα βράδια του και γέμισε γρήγορα τα συρτάρια του, αναμένοντας να βρει διέξοδο στα δημόσια μάτια και τις απανταχού καρδιές που φτερουγίζουν στην Αγάπη ...