Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

Ο κύριος Χριστόφορος, το Οψέποτε στη γη του Γαλάζιου Νείλου, κι εγώ.

Έχει καμία σχέση η άγρια ζωή, τα λιοντάρια, τα τεράστια φίδια, τα εντελώς απειλητικά μυρμήγκια – δολοφόνοι, οι ύαινες και οι τίγρεις, με τον άνθρωπο της πόλης;
Φαινομενικά καμία. Αυτός έχει μάθει σε ένα ήπιο περιβάλλον, ελεγχόμενο από κάθε άποψη και αντιμετωπίζει άλλους κινδύνους. Αυτούς που ο άνθρωπος δίπλα στην άγρια φύση ίσως δεν διανοήθηκε ποτέ πως υπάρχουν.
Όλα αυτά φαινομενικά όμως. Όσο φαινομενικά μπορεί κάποιος να χαρακτηρίσει έναν άνθρωπο φίλο ή εχθρό χωρίς να έχει ψάξει βαθιά μέσα στην ψυχή του, τι κρύβει. Μπορεί για παράδειγμα κάποιος να νομίζεις πως είναι φίλος γιατί σου είπε δύο κουβέντες την στιγμή που ακριβώς τις χρειαζόσουν, κι εκείνος βρέθηκε εκεί, αυτήν ακριβώς την στιγμή. Μπορεί πάλι να γίνει κάποιος εχθρός σου, γιατί βρέθηκε σε εντελώς ακατάλληλη ώρα για κείνον ή για σένα στο δρόμο σου. Κατά τα άλλα ίσως και να είναι ένας χρυσός άνθρωπος, που μαζί του χωρίς να το ξέρεις σε δένουν περισσότερα από όσα σε χωρίζουν.
Μπορούν δύο άνθρωποι, από δύο διαφορετικούς κόσμους, με μερικές χιλιάδες μίλια να χωρίζουν την πηγή λήψης των εμπειριών τους και περισσότερα από είκοσι χρόνια τις ημερομηνίες γέννησης τους, να γίνουν φίλοι ξαφνικά;
Στο βαθμό που ο ένας ανακαλύπτει πράγματα για τον άλλον, με γοργούς ρυθμούς, σαν να θέλουν να καλύψουν την χαμένη απόσταση, τα χρόνια που δεν γνωρίζονταν, όσο γίνεται πιο γρήγορα.
Έναν τέτοιο άνθρωπο, στα πενήντα μου πια, ανακάλυψα τελευταία και δεν είναι άλλος από τον κύριο Χριστόφορο Παπαχαραλάμπους, τον συγγραφέα του εξαιρετικού βιβλίου- αφήγησης- δημόσιας εξομολόγησης με τον ομολογουμένως περίεργο τίτλο: “Οψέποτε - Στη γη του Γαλάζιου Νείλου”. Οι πολλοί και καλοί του φίλοι, οι άνθρωποι που τον περιστοιχίζουν πολλά πολλά χρόνια, τον φωνάζουν Άκη, όπως τον φώναζαν και οι γονείς, οι συγγενείς και όσοι τον γνώριζαν, στην μακρινή και άγνωστη Αιθιοπία, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. Σε πόλεις και χωριά που μόλις γνώρισα μέσα από την λεπτομερή του αφήγηση. Εικόνες που με προικοδότησε ο κος Χριστόφορος (για μένα, σε ένδειξη σεβασμού για έναν άνθρωπο που μέχρι πριν να διαβάσω το βιβλίο του ήξερα ελάχιστα πράγματα για κείνον), με ιδιαίτερη μαεστρία και μια απλότητα σαν να καθόταν απέναντί μου εξιστορώντας μου ιστορίες από την περασμένη του ζωή.
Αυτή ακριβώς την αίσθηση είχα όσο διάβαζα το : “Οψέποτε - Στη γη του Γαλάζιου Νείλου”, τον κύριο Χριστόφορο να μου εξιστορεί πράγματα που τον αφορούν, να μου τα σερβίρει σαν ένα μπισκότο, που όμως πρώτα είχε βουτήξει στο συναίσθημα και τις μνήμες. Τις προσωπικές του μνήμες. Με θάρρος, αυτογνωσία και ειλικρίνεια.
Ο καθένας φυσικά διαβάζει με τα δικά του μάτια και μεταφράζει ότι διαβάζει σύμφωνα με τις εμπειρίες του καταλήγοντας σε διαφορετικά συμπεράσματα. Όμως όλοι οι αναγνώστες αυτού του αφηγήματος είμαι σίγουρος θα καταλήξουν σε δύο τρία κοινά τέτοια συμπεράσματα.
Η φυσική ευγένεια του κου Χριστόφορου αποτυπώνεται με τον καλύτερο και πιο ολοκληρωμένο τρόπο εδώ. Σε οτιδήποτε και αν αναφέρεται ακόμη και στο πλέον δυσάρεστο για εκείνον πράγμα, διακρίνει κανείς εκείνη την λεπτότητα του ανθρώπου που δεν θέλει να προσβάλει, να δημιουργήσει ενόχληση ή αρνητικό συναίσθημα.
Ανακατεμένος με όλες τις φυλές του Αβραάμ, δείχνει να μην ενοχλείται καθόλου από την διαφορετική καταγωγή του καθενός, το θρήσκευμα, την γλώσσα ή το χρώμα της επιδερμίδας του. Κάτι που σήμερα έχουμε τόση μα τόση ανάγκη. Να βλέπουμε τους ανθρώπους ως πλάσματα και οντότητες και όχι σαν κάτι άλλο. Και ναι, ο φίλος μου ο κος Χριστόφορος, ίσως να μην το έχει αντιληφθεί, γιατί το θεωρεί τόσο φυσιολογικό, αλλά αυτό το διατύπωσε με τον καλύτερο τρόπο.
Στα δικά μου μάτια τουλάχιστον.
Ξεχωριστό κεφάλαιο, όπως για κάθε ενήλικα άνδρα, τα ερωτικά σκιρτήματα, το σώμα που πολλές φορές μεγαλώνει δυσανάλογα με το μυαλό και την ωριμότητα του. Μπορεί κανείς να αναπολήσει τις αντίστοιχες ερωτικές του παιδικές και αθώες περιπέτειες, σε ώριμη πια ηλικία, να νοσταλγήσει, να κλάψει ίσως μερικές φορές από συγκίνηση. Ως ώριμος άντρας όμως, που στο μυαλό του παραμένει μυστήριο το πως σκέφτονται οι γυναίκες , μικρές και μεγάλες. Ας με συγχωρήσουν οι φίλες αναγνώστριες, αλλά από την γέννησή μας μέχρι τα βαθιά μας γεράματα, δύο πράγματα δεν πρόκειται να αντιληφθούμε επαρκώς στην γυναικεία φύση. Ένα τον πολύπλοκο τρόπο που σκέφτονται και δύο τον λόγο που κουβαλούν όλα όσα κουβαλούν σε μια τσάντα που κρέμεται διαρκώς στον ώμο τους. Γεννιόμαστε και πεθαίνουμε με αυτήν την απορία, διαχρονικά.
Υπάρχουν μερικά πράγματα που αενάως λειτουργούν και σε αφήνουν εμβρόντητο, όταν ανακαλύπτεις την ύπαρξή τους. Λύνουν το μυστήριο που σε κάνει να αναρωτιέσαι “τι με δένει με αυτόν τον άνθρωπο”; Αυτόν τον άγνωστο άνθρωπο, που δεν έχουμε ζήσει απολύτως τίποτα μαζί. Που μας χωρίζουν περισσότερο από δύο δεκαετίες ζωής και εμπειρίες αταίριαστες .
Έμεινα εμβρόντητος με την αγάπη του νεαρού τουλάχιστον κου Χριστόφορου, για τις πάστες “νουγκατίνες”. Θυμήθηκα την εποχή που σε περίπου ίδια ηλικία αλλά πολλά χρόνια αργότερα, δεν αντιμετώπιζα κανένα πρόβλημα στην επιλογή του γλυκού που θα έτρωγα με την παρέα μου στο μεγάλο ζαχαροπλαστείο της πόλης. Οι άλλοι σκοτώνονταν για την τελευταία σοκολατίνα που διέθετε, ενώ εγώ κατασταλαγμένος δεν ξέμενα ποτέ. Μια πάστα νουγκατίνα. Απλό.
Τυχαίο θα πει κάποιος και δικαίως, αλλά πόσο τυχαίο μπορεί να θεωρηθεί πως ας πούμε η προετοιμασία μιας σχολικής γιορτής με οδήγησε στον πρώτο μεγάλο μου εφηβικό έρωτα; Πόσο τυχαίο ότι βρέθηκα αργότερα στην Κρήτη, κατατάσσοντας την στην ψυχή μου ως “πατρίδα” μου, πόσο τυχαίο που παράτησα τις όποιες σπουδές μου, για να κάνω την επαγγελματική μου τύχη στο εμπόριο, πόσο τυχαίο αργότερα που γλίτωσα από του χάρου τα δόντια γιατί μια άγνωστη φωνή με προφύλασσε από σοβαρά ατυχήματα; Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Που συμφωνήσαμε σε πολλά από την αρχή της πρώτης μας γνωριμίας (ηλεκτρονικής) με τον κο Χριστόφορο, που μου δόθηκε η ευκαιρία αργότερα να τον γνωρίσω δια ζώσης, που χάρηκε και χάρηκα πολύ από αυτήν την γνωριμία δεν είναι τυχαίο.
Όταν πρωτοκράτησα αυτό το βιβλίο στα χέρια μου, από ένστικτο και μόνο, ένιωσα τα συναισθήματά του να ξεχειλίζουν πριν καν το διαβάσω. Μπορεί να το ένιωσαν κι άλλοι. Αλλά οι περισσότεροι ήταν οι φίλοι του Άκη, ενώ εγώ ήμουν ο άγνωστος “χ” για τον κο Χριστόφορο.
Αν μπαίνω σε αυτή την διαδικασία, να πω λίγα πράγματα για το “ Οψέποτε - Στη γη του Γαλάζιου Νείλου” δεν το κάνω για να κρίνω θετικά ή αρνητικά τον συγγραφέα του. Αυτή είναι δουλειά άλλων, πιο ειδικών σε αυτά τα πράγματα. Προσωπικά κάνω αυτό που προστάζει η καρδιά μου και το καταθέτω δημόσια, έτσι όπως ακριβώς το νιώθω, για να δείξω πως τώρα και για πάντα, κάπου θα υπάρχουν άνθρωποι που ίσως δεν τους γνωρίζεις, αλλά υπάρχουν για να βρεθούν κάποτε με έναν μαγικό τρόπο στον δρόμο σου.
Ίσως στο χέρι του καθενός είναι να τους ανακαλύψει και να τους αντιμετωπίσει ως άγρια θηρία της ζούγκλας (με φόβο) ή ως ακόμη μια ανθρώπινη συνοδοιπορούσα οντότητα (με σεβασμό).
Σε ευχαριστώ κε Χριστόφορε Παπαχαραλάμπους ,γιατί με βοήθησες να ξανά ανακαλύψω την τέχνη να κάνει κανείς φίλους έστω και σε σχετικά ώριμη ηλικία. Αυτό το έκανες με το υπέροχο βιβλίο σου το “Οψέποτε - Στη γη του Γαλάζιου Νείλου”...
Με κάθε σεβασμό
Βαγγέλης Τσερεμέγκλης.
 

Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

Στην λίμνη των τριών εθνών...

Αυτά τα εκατομμύρια τα άθλια βατράχια
κοάζουνε ολονυχτίς για τρομάξουν λες,
την Αυγουστιάτικη Πανσέληνο
που αποφάσισε να καθρεφτίσει το κορμί της
στ' αδιατάρακτα νερά ,της Λίμνης των τριών Εθνών.
Τριών, όπως τα έχουν στο μυαλό τους άλλοι,
εκείνοι που αρέσκονται τα σύνορα να ορίζουν,
κάτι για το οποίο αδιαφορούν εδώ, οι άνθρωποι,
κι ελάχιστα με το μυαλό τους, βασανίζουν.







Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014

Όταν σηκωθεί η κουρτίνα...



Και σεργιανίζουμε εδώ πέρα,
τσαλαβουτώντας στα νερά
της σκέψης , άλλων,
πριν έρθουν ετούτοι οι άλλοι,
να κάνουνε τα ίδια
στης δικής μας σκέψης τα απόνερα.

Κι έτσι αργά μα σταθερά
σηκώνεται η κουρτίνα,
τι σημασία έχει η τιμή της,
αν είναι τσίτι ή πανάκριβο μετάξι,
για να φανερωθεί το αιώνιο
αυτό παιχνίδι,
που διαδραματίζεται στ'απόκρυφά της.

Ο παφλασμός μπορεί ν΄ακούγεται
μα είναι αλλιώς όταν τον βλέπεις
όταν τα μάτια σου αντικρύζουνε
εκείνα που επιτρέπεις η δεν επιτρέπεις.

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

Είπες τίποτα;

-Όχι δεν είμαι γέρος. Δεν είμαι γέρος.
Επαναλάμβανε τον μονότονο αυτό διάλογο με τον εαυτό του, κάθε φορά που ένιωθε να βάραινε ψυχολογικά. Κάθε φορά που οι φόβοι του τον κυρίευαν και γίνονταν λες θηρία στο μυαλό του. Έτοιμα να τον πνίξουν πρώτα κι ύστερα να τον κατασπαράξουν.
- Αλλά πάλι, κοίτα, άσπρισαν τα γένια σου, γρίζαραν τα μαλλιά σου. Οι γέροι δεν έχουν άσπρα γένια και γκρίζα μαλλιά. Άσπρα μαλλιά και γκρίζα γένια; Δεν αγριεύει χαρακωμένο το πρόσωπό τους, δεν είναι αλλιώς;
- Ναι άσπρισαν τα γένια μου, ναι γκρίζαραν τα μαλλιά μου, αλλά κοίτα, μόνο λίγες ρυτίδες έχει το πρόσωπό μου, ρηχές κι αυτές, όχι αυλάκια του χρόνου. Τα μαλλιά και τα γένια ασπρίζουν και από την φύση τους νωρίτερα. Τα χέρια μου όμως, αυτά τα χέρια που μήνες τώρα μένουν άχρηστα και άνεργα, παραμένουν σφριγηλά, έτοιμα να στύψουν την πέτρα αν χρειαστεί.
- Ναι μα δεν χρειάστηκε μήνες τώρα. Δεν σε φώναξε κανένας για δουλειά. Παίρνουν νέους το καταλαβαίνεις. Νέους στα χρόνια. Ας είναι κι άπειροι, ας είναι και άβγαλτοι εντελώς. Νέους παίρνουν....
- Κι οι νέοι δεν πρέπει να ζήσουν; Να γευτούν όλα τα ζουμιά, γλυκά και πικρά από όλα τα λουλούδια, να ονειρευτούν, να πέσουν και να ξανασηκωθούν; Δεν πρέπει;
- Όλοι πρέπει, μα κοίτα την κατάστασή σου κακομοίρη. Άφραγκος, ατσίγαρος, ανασφάλιστος, χρεωμένος και γέρος μέσα σου έμεινες και θέλεις και αλτρουισμούς. Βρε όποιος πρόλαβε τον κύριο είδε. Και όποιος δεν τον είδε, γίνε Χαράλαμπος και κλάψτα.
- Να τα λέμε θες, μα να τα λέμε καλά. Εσύ είσαι το εγώ μου, κι εγώ είμαι ο αντίλαλος. Αντίλαλος σου είπα κι όχι αντίπαλος. Δεν σου το λέω αυτό για να σε εξευμενίσω. Το λέω αυτό μήπως και βρούμε καμιά άκρη. Που μαραζώνω και βυθίζομαι να ξέρεις φταις κι εσύ. Που χάνομαι χωρίς πυξίδα και όνειρα. Που δεν αφήνω να μακρύνουν τα μαλλιά μου, γιατί σαν άλλος Σαμψών φοβάμαι το ερχομό μιας άλλης Δαλιδά. Ναι φταις εσύ, που ζούσες μέσα μου και μ'άφηνες στην αυταπάτη πως όλα γίνονται. Όλα επιτυγχάνονται, αν έχω θέληση. Μα τούτο εδώ, ένα φυτό ήταν. Της βεβαιότητας της ηλικίας και της ίδιας της ζωής. Όλα τα μπορώ αν όλα τα θέλω.
- Και φταίω εγώ γι αυτό; Όλα περίφημα δεν τα κατάφερνες, στου δέντρου από κάτω τις σκιές; Φταίω εγώ;
-Φταις φίλε, φταις γιατί εσύ που δεν καθόσουν στις σκιές, εσύ που ήσουνα ραντάρ, δεν είδες τα πρώτα φύλλα που ξεραίνονταν. Μα κι αν τα είδες, δεν χτύπησες συναγερμό. Αδιαφόρησες στην στης απληστίας σου την σιγουριά. Το δέντρο των βεβαιοτήτων ξεράθηκε κι εσύ, μόνο κλαψούριζες για τα κομμένα απ'την Δαλιδά μαλλιά σου. Λες και οι τρίχες, αυτές που τώρα πια άσπρισαν δεν θα ξαναμεγάλωναν ποτέ. Λες κι όλη σου η δύναμη, κρυβόταν σε τούτα τα νεκρά κύτταρα που δόξασαν την νιότη και την ανεμελιά σου.
- Μαζί τα ζήσαμε αυτά και μην γίνεσαι αχάριστος. Μαζί και καμαρώναμε γιαυτό σαν γύφτικο σκεπάρνι, λες και τα άλλα τα σκεπάρνια καμαρώνουν αλλιώτικα από τα γύφτικα, αλλά ας είναι. Μαζί το ήπιαμε το νέκταρ, μαζί τραφήκαμε την αμβροσία και αν δεν κάνω λάθος σου άρεσαν κιόλας όλα τούτα. Μου μετανιώνεις τώρα σαν το γέρο που στα στερνά του αποζητά συγχώρεση προτού διαβεί το κατώφλι χωρίς επιστροφή.
- Σου τόχω πει και μην με τσιγκλίζεις άλλο πια. Γέρος δεν είμαι που να πάρει. Έχω μπροστά μου χρόνια, αυτά που τρέχουν ναι, σαν το νερό, μα γέρος δεν είμαι. Ούτε και το κατώφλι το στερνό το αντικρίζω, δεν το βλέπω κι ούτε που ξέρω να σου πω με τι θα μοιάζει. Το κατάλαβες; Κι άμα εσύ τα ονειρεύεσαι ετούτα τα κατώφλια, πήγαινε μόνος σου να τα διαβείς. Εγώ θα μείνω εδώ να το παλέψω, να συνηθίσω την ζωή που δεν θα έχει πλέον βεβαιότητες. Εδώ θα μείνω λέγε ότι θες και ας έχουν πάρει από ασπρίλα τα μαλλιά μου. Και κοίτα, τα νιάτα μπορεί να έχουν πλέον φύγει μακριά, αλλά εδώ είναι η πείρα η γνώση και η αγάπη. Μη μου γελάς καθόλου. Η αγάπη είπα, και θα το ξαναπώ αν θέλεις ακόμη μία φορά για να το εμπεδώσεις.
- .........
-Έτσι μπράβο, να σιωπάς, για να μην πω τίποτα πιο βαρύ, και με την σιωπή σου να ακολουθείς. Αν κάποτε σου έρθει η όρεξη να μιλήσεις, φρόντισε νάναι μόνο για καλό. Αλλιώς δεν θα σ'ακούσω ή θα αδιαφορήσω. Όπως και για εκείνη την αχρεία Δαλιδά, που όλο μούρχεται κουνάμενη και σινάμενη λες και πάντα το Σαμψών θα αποκοιμίζει. Άντε μπράβο και σε εσένα και σ'αυτήν. Τι θες μωρή; Να μου κλαδέψεις τα μαλλιά; Τα κόβω και μόνος μου και σου τα κάνω μαξιλάρι, να σκεπάσεις τα αυτιά σου τα τρομαγμένα από το θόρυβο που θα κάνουν οι κολώνες που θα πέφτουν.
Ακούς γέρος; Όχι ρε δεν είμαι γέρος. Τέλος.....
-.........
- Είπες τίποτα;
- Όχι, τι να πω;
- Έτσι μπράβο.......

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2014

Όλα στην θέση τους...

Σαν να μην τρέχει τίποτα
σαν νάναι όλα τακτοποιημένα
στην αρχική την θέση τους
σαν στρατιωτάκια στοιχισμένα

Όμως ακόμη και οι στρατοί
συχνά τα όπλα αποθέτουν
και διαλύουν τις γραμμές
που έμαθαν τόσο καλά
πως,να συνθέτουν.

Αυτό το σφύριγμα, το αδιάφορο
αυτό το, όλα είναι εντάξει,
είναι καμιά φορά χειρότερο
κι από την δύναμη που 
ο αντίπαλος στρατός έχει προτάξει.

Το πως το αντέχουν μερικοί,
να βλέπουν μόνο όπως θέλουν,
δεν το κατάλαβα ποτέ
όπως τις άσπρες νύχτες που ανατέλλουν.

Πως είναι μέσα στο μυαλό τους
όλα εντάκτως ειρημμένα
θα μείνει πάντα μια εξίσωση
μα όχι, για τα δικά μου δεδομένα....

Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

στο τραπέζι.....








-Έλα να σου πω ένα μυστικό. Χαμηλόφωνα θα σου το πω για να μην σε τρομάξω.
- Α, ναι; Για πες...
-Ξέρεις από που καταλαβαίνεις τον άνθρωπο και τι σκέφτεται;
- Όχι, ποτέ δεν κατάλαβα τι σκέφτονται οι άνθρωποι....
- Οι άνθρωποι σκέφτονται πολλά, σημασία δεν έχουν όλα.
- Δηλαδή ποια είναι τα σημαντικά;
- Αυτά που σκέφτονται και λογαριάζουν για τους άλλους...
- Δηλαδή;
- Δηλαδή που τοποθετούν τον εαυτό τους στον κόσμο...
- Τοποθετημένος δεν είναι;
- Είναι, αλλά δεν το δείχνουν όλοι πάντα. Το κρύβουν οι περισσότεροι.
- Γιατί το κρύβουν;
- Ντρέπονται..αλλά μερικές φορές “καρφώνονται”..
- Τι καρφώνονται;
- Φανερώνονται χωρίς να το καταλαβαίνουν.
- Α, και τότε οι άλλοι τους καταλαβαίνουν και φυλάγονται;
- Όχι πάντα.. τους βλέπουν, τους ξέρουν αλλά επειδή οι περισσότεροι είναι ίδιοι κι έχουν συνηθίσει δεν δίνουν σημασία.
- ....με μπέρδεψες...
- Δεν ήταν στις προθέσεις μου, αλλά θα σε βοηθήσω...
- Για βοήθα ...
- Να , ας πούμε κάθεσαι σε ένα τραπέζι, σε ένα οικογενειακό τραπέζι. Τι κάνεις;
- Τι, τι κάνω; Περιμένω να έρθει το φαγητό στο τραπέζι και να φάω...
- Και ;
- Τι και; τι άλλο να κάνω δηλαδή; Για αυτό δεν καθόμαστε όλοι σε ένα τραπέζι; Να φάμε και να συζητήσουμε με τους αγαπημένους μας ανθρώπους;
- Αυτός είναι ο στόχος. Αλλά τι κάνει ο καθένας για να τον πετύχει;
- Τι κάνει; Με μπερδεύεις χειρότερα , δεν με βοηθάς...
- Αν ο πραγματικός στόχος είναι να χορτάσει την πείνα του, αυτό και μόνο αυτό, τι κάνει;
- Τι κάνει; Τρώει να χορτάσει. Να ευχαριστηθεί. Και ευχαριστημένος να συζητήσει με τους ανθρώπους του.
- Κινείται δηλαδή από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Να χορτάσει λες. Να χορτάσει το στομάχι του, που διαμαρτύρεται από την πείνα.
- Θα με τρελάνεις, γι αυτό δεν κάθισε στο τραπέζι; Για να φάει. Τι άλλο να κάνει δηλαδή; Είναι γνωστό, το τραπέζι είναι για να κάθεσαι να φας. Μόνος σου ή με άλλους αλλά κυρίως για να φας.
- Μόνο αυτό είναι; Μόνο για να καλύψεις την ανάγκη σου της επιβίωσης; Αν είναι μόνο γι αυτό γιατί ο καθένας να μην παίρνει ένα κομμάτι ψωμί, ένα πιάτο φαΐ, οτιδήποτε και να μην αποσύρεται σε μια γωνιά και να το φάει για να συντηρηθεί; Όπως δηλαδή κάνουν και μερικά ζώα, γιατί; Τι ανάγκη τόχει το τραπέζι; Τι ανάγκη έχει και τους άλλους;
- Αααα, θες να πεις πως το τραπέζι και το φαγητό έχουν και ένα συμβολισμό. Σωστά;
- Άρχισες να μπαίνεις στο νόημα. Φυσικά, το τραπέζι των ανθρώπων έχει, όχι έναν συμβολισμό, πολλούς έχει. Αλλά δεν είναι της ώρας να τους αναλύσουμε.
- Εκτός από τα παϊδάκια τι άλλο είναι της ώρας;
- Της ώρας είναι το τι κάνεις όταν κάθεσαι στο τραπέζι. Τι βλέπεις, τι αισθάνεσαι, τι καταλαβαίνεις από αυτή την τελετή, που τοποθετείς τον εαυτό σου σε αυτή την διαδικασία. Είναι ακόμη της ώρας πόσα παρατηρείς και πόσα, λεπτομέρειες για τους περισσότερους , σου ξεφεύγουν. Για παράδειγμα ποιος σερβίρει, τι κάνουν οι άλλοι, ποιος κόβει το ψωμί, ποιος γεμίζει τα ποτήρια και άλλα τέτοια.
- Μα μπροστά σε ένα γεμάτο τραπέζι, εσύ κάθεσαι και κοιτάς όλα αυτά; Και τι σημασία έχουν, σιγά τις λεπτομέρειες.
- Η λεπτομέρεια είναι που κάνει την διαφορά, ή μήπως διαφωνείς σ'αυτό;
- Όχι δεν διαφωνώ, αλλά παίζει καμία σημασία ποιος γεμίζει τα ποτήρια ας πούμε;
- Δεν παίζει λες; Είναι δηλαδή το ίδιο κάποιος να παρακολουθεί ποιανού το ποτήρι άδειασε, πριν το δικό του και να το γεμίζει, από εκείνον που αδειάζει πρώτα το ποτήρι του, το ξανά γεμίζει και μετά κοιτάει τα ποτήρια των άλλων; Δεν δείχνει ετούτη η λεπτομέρεια ποιος βάζει τις ανάγκες του πάνω από των άλλων και ποιος όχι; Ποιος νοιάζεται για τον εαυτό του κυρίως και δευτερευόντως για τους άλλους;
- Ε, καλά τώρα, από ένα γέμισμα των ποτηριών, βγάζεις ένα τραβηγμένο συμπέρασμα.
- Αυθόρμητο δεν είναι; Αν το αυθόρμητο, προέρχεται από συνήθεια κι αυτή από επαναλαμβανόμενη πράξη, στην ουσία δεν αποτελεί και τρόπο που αντιμετωπίζει κάποιος τα πράγματα; Δεν είναι εκεί που τοποθετεί τον εαυτό του σε σχέση με τους άλλους. Σε τι προτεραιότητα τον βάζει; Αν η προτεραιότητα του αυτή υπάρχει σε ένα γέμισμα ποτηριού γιατί δεν υπάρχει σε οτιδήποτε τον αφορά; Στα μεγάλα και τα σημαντικά της ζωής του.
- Κατάλαβα, αλλά δεν είχες να μου πεις ένα μυστικό;
- Δεν το άκουσες;
- Όχι, πότε το είπες;
- Δώσε μου το ποτήρι σου να το γεμίσω που άδειασε και στην υγειά μας.
- Χαχαχαχα, στην υγειά μας...

καλό μεσημέρι.........

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

...στα σκαλάκια...

Έρεε ακόμη στις φλέβες μου η θετική ενέργεια μιας γνωριμίας που πριν λίγο είχε πραγματοποιηθεί. Ακριβώς γνωριμία δεν θα την έλεγα, πιστοποίηση γνωριμίας είναι ο πιο δόκιμος όρος. Με πέντε ανθρώπους που θα έλεγες πως γνωριζόμαστε χρόνια πολλά, ξέρουμε ο καθένας τις συνήθειες του άλλου,τους προβληματισμούς του, τις αγωνίες του.
Η Σοφία, ο Άρης , η Υρώ , η Αγγελική , ο Ανδρέας. Τους αναφέρω έτσι όπως καθίσαμε τελικά στο πάνελ μιας παρουσίασης ενός βιβλίου, για να ξεγυμνώσουμε και πάλι τις ψυχές μας, μπροστά σε αληθινούς χειροπιαστούς ανθρώπους αυτή την φορά. Όχι σε οθόνες υπολογιστών και πληκτρολόγια. Όχι σε ηλεκτρονικά μηνύματα και in box κοινωνικής δικτύωσης.
Πιστοποιήσαμε ότι συνυπάρχουμε χρόνια ολόκληρα, πονάμε από τον ίδιο πόνο και με τη ίδια ένταση, ανησυχούμε στον ίδιο βαθμό και για τα ίδια πράγματα. Το παράδοξο είναι πως με τους δύο, την Αγγελική και τον Άρη διαπιστώσαμε πως μένουμε στην ίδια περιοχή της αχανούς πόλης, σχεδόν στην ίδια γειτονιά. Το παραδοξότερο ότι την προσωπική ιστορία του Άρη την γνώριζα ως περιεχόμενο “δελτίου ειδήσεων” . Κοίτα να δεις , στους έξι οι τρεις είμαστε και γείτονες αγνοώντας την ύπαρξη του ενός από τον άλλο. Και είμαστε διάολε τόσο κοντά. Μα τόσο κοντά.

Το στρες της παρουσίασης που κυριαρχούσε πριν αρχίσουμε, είχε απαλύνει κάπως η παρουσία της Σύλβιας, Ιταλίδας δημοσιογράφου που θα έλεγες ενσαρκώνει το “ούνα φάτσα” με κάποιο τρόπο. Ιταλικά, Ελληνικά, Αγγλικά σε ένα διάλογο συνέντευξη που επεδίωκε να αποτυπώσει ακριβώς στο μυαλό της, την εικόνα τα κίνητρα και τις παραδοξότητες της ζωής του καθενός. Πως η συμμετοχή μας με κάποιο τρόπο στην συγγραφή ενός βιβλίου έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην τελική του μορφή και τέλος πάντων ποιος δρόμος μας είχε φέρει ως εκεί.

Διακόψαμε για να αρχίσουμε την παρουσίαση. Κάνα δυο από εμάς δεν πρόλαβαν παρά να δώσουν τα κύρια στοιχεία τους. Καθίσαμε με το μυαλό στραμμένο ο ένας στον άλλο. Νιώθαμε να μας κυριεύει το άγνωστο ενώ ταυτόχρονα ξέραμε πως δεν είμαστε μόνοι μας. Συγκίνηση κι αλλη συγκίνηση και μετά λύσιμο. Σαν να απλώσαμε τα φτερά μας πάνω στις ψυχές των ανθρώπων που βρίσκονταν εκεί απέναντί μας, με υγρά από την συγκίνηση μάτια για όσα προσπαθήσαμε να περιγράψουμε.

Η έκβαση επιτυχής, το ζεστό χειροκρότημα πιστοποιούσε άλλωστε πως είναι αλλιώς να μιλάει ένας άνθρωπος ή κάποιοι άνθρωποι που προηγουμένως επέλεξαν να εκτεθούν δημόσια και αλλιώς να μιλάει για αυτούς κάποιος “ειδικός” , από αυτούς που όλα τα ξέρουν αλλά δεν γνωρίζουν τίποτα τελικά. Χαλαρώσαμε, μιλήσαμε μεταξύ μας, μιλήσαμε με τους ανθρώπους που μας πλησίασαν να μας σφίξουν το χέρι και δώσαμε τον όρκο – υπόσχεση- ευχή να μην χαθούμε.

- Πάμε να καθίσουμε κάπου έξω μου είπε ο Στέφανος , καινούργιος φίλος (ζωντανός από διαδικτυακός) δημοσιογράφος που βοηθούσε την Σύλβια στην δουλειά της μεταφράζοντας, εξηγώντας σε δύο γλώσσες.
- Να πάμε Στέφανε του είπα, να πάμε έξω που έχει περισσότερη ησυχία.
Βγήκαμε και τα τρια σκαλάκια δεξιά από την είσοδο στα δέκα μέτρα ήταν ο ιδανικός χώρος όπου τρεις άνθρωποι μπορούσαν να κάτσουν για να συζητήσουν. Αποδείχθηκαν όχι μόνο ιδανικά αυτά τα σκαλοπάτια. Μάλλον είχαν μαγνήτη ή κόλλα. Τι να πω ;
Οι ερωτήσεις ξεκίνησαν με τα τυπικά περί ηλικίας και οικογενειακής κατάστασης. Πόσο τυπικό μπορεί να είναι το 49 χρονών και άνεργος η επιστήμη μόνο ξέρει να το αποδείξει.
Η συνέχεια βέβαια απέδειξε πως το τυπικό είναι πολύ μα πάρα πολύ ουσιαστικό και όλα δένουν μεταξύ τους ως κρίκοι μιας τεράστιας αλυσίδας.
Στα επόμενα βήματα έγινε η προσπάθεια να εξηγήσω όλα όσα είπα μέσα. Για τους άνεργους, για τους ανθρώπους που πηδάνε στους κάδους σκουπιδιών να φάνε, για όλα εκείνα τα κίνητρα που είχα για να γράψω και να γράψω και να γράψω σε αυτό το site που αν μη τι άλλο έδινε την ευκαιρία και την διακριτικότητα στους ανθρώπους να προχωρήσουν σε ένα δημόσιο ψυχολογικό στριπτίζ.

Άπλωσε η κουβέντα. Πήγε πίσω στη δουλειά, στο μαγαζί, στα όνειρα, στους στόχους και τα εμπόδια. Όμως για ένα παράξενο λόγο, αυτή την φορά παρατήρησα πως δεν πονούσα αναφερόμενος σε όλα αυτά. Σαν να περιέγραφα το σημάδι της πληγής και όχι την ίδια την πληγή. Ένιωθα άνετα, οικεία, δεν ντρεπόμουν όταν έπιασα τον εαυτό μου να ισχυρίζεται πως οι άνθρωποι αυτής της χώρας είχαν μάθει να δένουν την ευτυχία με την επαγγελματική επιτυχία. Όταν ισχυρίστηκα πως τούτο εδώ το πράγμα καταρράκωσε τις συνειδήσεις τους από την στιγμή που κατέρρευσε το εργασιακό μοτίβο που είχαν συνηθίσει. Μαζί με όλους κι εγώ . Στην ίδια κατηγορία.
Το έλεγα και δεν πονούσα ο αθεόφοβος. Δεν το σκεφτόμουν καν, πως μπορούσε να μην είναι έτσι. Όταν λίγες ώρες πριν, ακόμη και μέσα στο τραίνο, ερχόμενος στην εκδήλωση, κουβάλαγα μέσα μου την καταστροφή. Την απόλυτη καταστροφή και την απελπισία. Αυτή που είχε μεγαλώσει στην θέα μερικών αστέγων, στην διαδρομή πριν την πόρτα του κήπου των Αρχαιολόγων.

Περνούσαν οι άνθρωποι της περαντζάδας και το βλέμμα μου διασταυρώθηκε με το βλέμμα μερικών από αυτούς. Απορημένοι οι περισσότεροι που αντίκριζαν τρεις ανθρώπους που πιτσιρικάδες δεν θα τους έλεγες , καθισμένους στα τρία αυτά σκαλάκια, απορροφημένους σε μια συζήτηση σε αν όχι τρεις, τουλάχιστον δυόμισι γλώσσες. Μια συζήτηση με αναζήτηση στις αιτίες και τα αποτελέσματα των πολιτικών και των εφαρμογών. Τα αποτελέσματα πάνω σε ανθρώπινες ζωές, σε οικογένειες , σε δουλειές, σε παιδιά σε όλα. Μια συζήτηση αυστηρά καταγραφόμενη από το μικρό voice recording της Σύλβια.

Η ώρα περνούσε γρήγορα και ένιωθα πως δεν θα το ήθελα. Ήταν άλλωστε όλα αυτά όσα λέγαμε μέσα στους Αριστερούς μου προσανατολισμούς και τις θεωρήσεις. Ήταν όλα όσα μπορούσα να σκεφτώ όποτε το μυαλό μου παρέμενε καθαρό από σκοτούρες προβλήματα και φοβίες. Και διάολε εκεί κάτω από την γειτονιά των θεών και των σοφών το μυαλό μου έμοιαζε να είχε καθαρίσει. Τόσο όσο δεν καθάρισε ποτέ τους τελευταίους μήνες.

Λίγο πριν αποφασίσουμε να φύγουμε ήρθε η κουβέντα και στο Λιάκο. Το επιστέγασμα των πολλών μηνών δημόσιας γραφής που πήρε μορφή ebook, ελεύθερα προσβάσιμο από όλους . Εκεί πια, όταν ο Στέφανος ανέλαβε να εξηγήσει πως ενώ θα μπορούσα να έχω ένα μικρό έστω εισόδημα από αυτό, προτίμησα να το “χαρίσω” σε όποιον θα το ήθελε και δεν θα μπορούσε να το έχει, εκεί το μυαλό μου έλαμψε όσο και τα μάτια της Σύλβιας. Έλαμψε καθαρό και ικανοποιημένο πως έπραξα αυτό που πρόσταζε η καρδιά μου και η ανταμοιβή που δεν ζήτησα ή επιδίωξα ποτέ, ερχόταν εκείνη την στιγμή.

Αφήσαμε τα μαγικά τρία σκαλάκια για να ανεβούμε προς το Μοναστηράκι. Στην γωνία της πλατείας για ένα ακόμη ακαδημαϊκό μισάωρο αναλύαμε την πολιτική και τις πολιτικές, επηρεασμένοι ακόμη από την μαγική έλξη των τριών σκαλοπατιών. Το βέβαιο είναι πως όταν ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του, ένιωθε ανανεωμένος παρά την ορθοστασία και το περασμένο της ώρας.


Όποιος επιζητεί την ανανέωση αυτή, δεν έχει παρά να πάει να καθίσει στα τρία αυτά μαγικά σκαλάκια και να αφήσει την καρδιά του ελεύθερη στην μαγική έλξη τους και στα λόγια των συνομιλητών του. Μετά από αυτό το βέβαιο είναι πως θα τρέχει στο “Θανάση” για σουβλάκι και μπύρα πριν ανεβεί στο τραίνο να συνεχίσει την διαδρομή του.  

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014

Στη συνέλευση Ποιητών και Συγγραφέων...

Οι ποιητές κι οι συγγραφείς
μαζεύτηκαν στον κήπο ένα βράδυ,
να βρούνε όπως λένε θέλουν
τ΄απόλυτο το φως μες στο σκοτάδι.
Βρέθηκαν όλοι καθισμένοι
τριγύρω από ένα οβάλ τραπέζι
όλοι τους προβληματισμένοι
αγωνιούν να δουν
το πρώτο φως να τρεμοπαίζει.
Άλλος μέσα στην αγωνία
έγραφε κι έσβηνε χαρτιά
Άλλος κοιτούσε στην γωνία
όπου δεν έτρεχαν παιδιά.
Απήγγειλαν και διάβασαν πολλά
για τα λουλούδια και του κήπου τη δροσιά
για τα κακά του κόσμου
για αγάπες που δεν τέλειωσαν
για πάγους που έσπασαν και έλιωσαν
Αλλά καμία μα καμία
νύξη δεν έκαναν για την ουσία.
Κανείς δεν είπε ρε παιδιά,
για φως δεν είπαμε και για φωτιά,
μιλάμε μόνο για αγάπες
και όλο για έρωτες αντάρτες.
Ώσπου ένας νέος ζωηρός
άγνωστος αλλά αιχμηρός
πήρε της γνώμης του το θάρρος
κι άρχισε να σηκώνει αυτό το βάρος.
Κανείς μας δεν μιλά ποτέ
για αυτό που ορίσαμε πως πρέπει,
γιαυτό που θέλουμε όλοι εδώ
και βγάζουμ΄ απ΄το στόμα μας, με το στανιό.
Για φως εμείς δεν θα μιλάμε;
Για φως γαλήνιο στο σκοτάδι;
Τι περιμένουμε να γίνει;
Να δασκαλέψουμε τον Άδη;
Το φως το βλέπω είναι εδώ,
κάθεται πάντα ανάμεσα μας
όμως κανείς δεν τ'ακουμπάει
ούτε το βλέπει, ούτε μιλάει
αλλά κοιτά τον ουρανό.
Λες κι είναι φως ότι πετάει,
ότι φωτίζει τεχνητά
λες κι είναι σκότος
οτιδήποτε μιλάει
κι αδημονεί να φωτιστεί καλά.
Φως είναι γέλιο, είναι δάκρυ,
φως είναι χάδι κι ουρλιαχτό
είναι του έρωτα το βέλος
και άθλιο χαχανητό.
Φως είναι όλα όσα συναντούμε
και όσα μένουν μυστικά
φως είναι που αναζητούμε
μες στο σκοτάδι την φωτιά.
Γι αυτό σας λέω πάψτε τώρα
όλα τα ανούσια γραπτά
και πάμε όλοι μας να δούμε
που τρεχοπαίζουν τα παιδιά.
Αφήστε κάτω τα μολύβια
κι ανοίξτε όλοι τις καρδιές
γιατί θα φτιάχνετε στολίδια
σε ανόητες περιβολές.
Έφυγαν ξάφνου από μπρος τους
χαρτιά μολύβια και λοιπά
λες και αντάμωσαν το φως τους
λες και ξανάγιναν παιδιά.
Αποχωρήσαν απ'τον κήπο
εκείνη την γλυκιά βραδιά
μα συμφωνήσαν πεισμωμένοι
να παραμείνουνε παιδιά .

Τρίτη 17 Ιουνίου 2014

Με τ΄ ακροδάκτυλα ...

Με τ΄ ακροδάκτυλα τα όνειρά μου ψηλαφίζω
προτού αγριοπερίστερα τα ξεναγήσουν,
σε τόπους άγνωστους μικρούς, στους μακρινούς αιθέρες.
Ψαλιδισμένες οι νεκρές ελπίδες απαντούν,
να στρογγυλέψουν θέλουν τις γωνιές,
που ακαλλιέργητες αφήνουν τ'ακροδάκτυλα
σαν χαρακιές σε μία εύπλαστη αγωνιώδη ευτυχία.
''Αλλού μου λένε δεν θα βρεις,
γαλήνη πιότερη απ'όσο εδώ,
και πάψε τα όνειρα να νοσταλγείς
όταν αυτά έχουν πετάξει μακρυά σου.''  

Εκτός αν, σαν άλλος Νάρκισσος επιμένεις ...

Ίσως δεν το έχεις ζήσει, γιαυτό και αδυνατείς να το κατανοήσεις. Να ζεις σαν άνθρωπος – λαγός , που τρέμει κάθε στιγμή πως κάτι κακό θα του συμβεί. Κάτι πολύ κακό, που αφορά την ζωή του, τα παιδιά του, την οικογένεια του, τους φίλους του.
Να φοβάσαι και τον ίσκιο σου ακόμη, που σε ακολουθεί, να τρέμεις όπως τα φύλλα στον άνεμο.
Να ζεις με την ψυχή στο στόμα. Να μην ξέρεις τι θα ακούσεις στην άλλη άκρη ενός τηλεφώνου, να μην μπορείς να φανταστείς τι θα διαβάσεις σε ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στο οποίο φυσικά δεν θα μπορείς να απαντήσεις.
Να ακούς το κουδούνι και να τρέμει η ψυχή σου για το δάχτυλο που το πατάει. Τι να θέλει και ποιος είναι; Σταλμένος από ποιον και για ποιο λόγο;
Να βλέπεις πως, μια προς μια οι ελπίδες σου κουτσουρεύονται και οι πιθανές πόρτες κλείνουν. Πως παραμονεύει η ασθένεια που δεν θα μπορείς να αντιμετωπίσεις γιατί δεν έχεις τις προϋποθέσεις. Πως ανά πάσα ώρα και στιγμή κινδυνεύεις να βρεθείς κάτοικος ενός πεζοδρομίου , λήπτης αλληλέγγυας ελεημοσύνης , μιας σακούλας τροφίμων που οι καλόψυχοι άνθρωποι θα σου προσφέρουν τελικά. Αυτό που σίγουρα δεν θα μπορούν να σου προσφέρουν είναι την ανόρθωση της καταρρακωμένης σου αξιοπρέπειας. Αυτής που είχες και διάβαινες στους δρόμους της ζωής με το κούτελο καθαρό και την ματιά αισιόδοξη για το αύριο και το μεθαύριο.
Αυτές σου οι βεβαιότητες που σε καθόριζαν, όχι ως κάτι ξεχωριστό, αλλά ως κάτι εναρμονισμένο στην κοινωνία των ανθρώπων. Τιμιότητα και καθαρότητα (όχι καθαριότητα και έχει διαφορά), ανθρώπινη στάση ζωής. Βεβαιότητες κατακρημνισμένες σε βράχια κοφτερά και άθλια. Βεβαιότητες που πλέον παρέδωσαν την σειρά τους σε αβεβαιότητες. Σε φόβους, τρόμους και ανασφάλειες για οτιδήποτε.
Σε όλο αυτό το ανελέητο σφυροκόπημα να αναζητάς και τις αιτίες. Να κάνεις τους λογαριασμούς σου, που έφταιξα και που όχι. Να λες αυτό δεν το έκανα καλά, αλλά και εκείνο που καλώς γινωμένο ήταν στον βρόντο πήγε. Κάηκε σαν πεταλούδα στο έντονο φως. Στην λάμπα του σκότους.
Τι βγάζει άραγε ο ισολογισμός; Καλώς και κακώς γινωμένα; Έσοδα και έξοδα;
Δεν έχεις πια το θάρρος ούτε να αντικρίσεις το αποτέλεσμα. Καλό είναι, κακό είναι; Σύννεφα θλίψης το σκεπάζουν, ομίχλη και απελπισία.
Αρχίζεις τότε να μετράς στηρίγματα, αρχίζεις να ζητάς ματιές και βλέμματα. Να εκλιπαρείς σχεδόν για μια καλή κουβέντα. Να λες δεν μπορεί κάπου τριγύρω υπάρχουν άνθρωποι σε αυτοί την ερημιά. Κάπου ζουν αυτά τα όντα, τα προικισμένα με μυαλό και με καρδιά.
Όσο οι πόρτες κλείνουν με θόρυβο εκκωφαντικό, απλά διαπιστώνεις πως και τούτα τα πλάσματα λιγοστεύουν, μεταλλάσσονται σε κάτι άλλο. Σε κάτι που ποτέ δεν ήξερες ότι υπάρχει, σε κάτι που έχεις άγνοια να διαχειριστείς. Αδυνατείς να ξεχωρίσεις ποιος είναι ποιος και τι θέλει. Τι έχει να σου προσφέρει ως άλλος Δαναός και τι φόβο θα σου προκαλέσει η ανταμοιβή που θα σου ζητηθεί αργότερα.

Μην κλάψεις στον καθρέφτη σου μπροστά, μην λυπηθείς και προπάντων μην νιώσεις “οίκτο”. Ότι στο τέλος θα σε σκοτώσει να ξέρεις αυτός ο οίκτος θα είναι. Η αυτολύπηση θα σκοτώσει πρώτα την πληγωμένη σου υπερηφάνεια προτού σου δώσει την χαριστική βολή. Αν έχεις ένα οχυρό να προστατέψεις είναι αυτό και μόνο αυτό.
Την περηφάνια και την αξιοπρέπεια σου που θα χαθούν στο βούρκο της αυτολύπησης και τον οίκτο των άλλων.
Αν αυτά τα λόγια σε ενοχλούν, αν τέλος πάντων σου προκαλούν μια δυσφορία, βγες από το καβούκι του ατομισμού σου, του ιδιαίτερου προσωπικού σου συμφέροντος , ρίξε μια γρήγορη ματιά δίπλα σου. Δεν μπορεί ένας άνθρωπος – λαγός ζει δίπλα σου. Θα τον αναγνωρίσεις.
Εκτός αν, σαν άλλος Νάρκισσος επιμένεις να θαυμάζεις το είδωλό σου στα αδιατάρακτα νερά της λίμνης του καλού σου εαυτούλη!!!


Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

25η ώρα (της αισιοδοξίας)

Παρακολουθώντας και συμμετέχοντας στο project του Γιώργου Ιατρίδη η 25η ώρα, συμπεραίνω πως το μυαλό των περισσότερων ανθρώπων, ταυτίζει το τέλος και την καταστροφή με αυτήν την ώρα. Είναι όμως έτσι ή μήπως υπάρχει και η αισιόδοξη πλευρά; Μήπως η 25η ώρα μπορεί να είναι η αρχή ενός νέου και ομορφότερου κύκλου , άσχετα από το πόσο μας πλήγωσε ο προηγούμενος. Μήπως να το βλέπαμε κι έτσι; 
 


Όλοι την έχουν στο μυαλό τους
σαν μια μάγισσα κακιά
και βλέπουνε στον ερχομό της
να φέρνει πράγματα κακά.

Τηνε κοιτάζουν τρομαγμένοι
με φοβισμένη την ματιά
όπως κοιτάζουν τα ποτήρια
που μισομένουν αδειανά.

Μα είναι άραγε αυτή η ώρα
μόνο το τέλος της ζωής
ή μοιάζει σαν να ξαναρχίζει
το πανηγύρι και η γιορτή;

Ας πούμε πως αυτές περάσαν
άφησαν πίσω τους πληγές
που έρχεται η εικοστή και πέμπτη
να τις γιατρέψει με χαρές.

Δεν είναι πάντα ένα τέλος
οριστική καταστροφή
μοιάζει να κλείνει ένας κύκλος
για να αρχίσει μια ζωή.

Είναι αυτή, η εικοστή και πέμπτη
που ανοίγει απ' το πουθενά
τον νέο και ωραίο κύκλο
και η ζωή ξαναρχινά..!!! 

 

Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

Γράμμα σε ένα μεσήλικα...

Έρχεται ξαφνικά εκείνη η στιγμή,
όπου διαπιστώνεις πράγματα μεγάλα,
που δεν σε αφορούσανε θαρρείς
όταν ταξίδευες στα όνειρά σου τ΄άλλα.

Μεσήλικας το έλεγαν παλιά,
μεσόκοπος ή κάπως έτσι
και γέλαγες σκεπτόμενος κρυφά
δεν είναι ίδιες, όλες οι κότες στο κοτέτσι.

Ήτανε λάθος να πιστεύεις τελικά
πως δεν θα 'ρθούν οι γκρίζες μέρες στα μαλλιά σου
και πως για πάντα εσύ μοναδικά
θα είσαι όμοιος με τα παιδιά σου.

Όπως λοιπόν διαπιστώνεις,
τα πάντα γύρω σου έχουνε ρυθμό
έρχεται η πείρα σε σταγόνες
όπως το φάρμακό σου το αντιπηκτικό
κι αντί να κάθεσαι να μαραζώνεις
κοίτα να νιώσεις τον καιρό και τους αιώνες.

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014

Αααααυτοί είμαστε!!!!

Το ψυχογράφημα μου καταθέτω,
σε ανοιχτό λογαριασμό
πως θα κερδίσω υποθέτω
για τόκο, λίγο σεβασμό.

Ως άνθρωπος και ως πολίτης
δεν έχω τίποτα να πω
ας είμαι στην ψυχή αλήτης
έχω μηδενικό λογαριασμό.

Πως το αντέχω δεν το ξέρω,
παραμυθιάζομαι πολύ,
αδιαφορώ και υποφέρω
πριν φέρω την καταστροφή.

Με εκνευρίζουν οι σειρήνες
όλοι αυτοί οι γραφικοί
που κατεβαίνουν σε πορείες
με αιτία, απλώς σημαντική.

Διαταράσσουν με μανία
την ηρεμία, την σιωπή
όλοι, σ΄αυτή την κοινωνία
που διαρκώς διεκδικεί.

Αφήστε με μες στην νιρβάνα
του φρέντου μου το αφρόγαλο,
κι όταν ψοφήσω επιτρέπω
όλα να γίνουνε λαμπόγυαλο.


Αααααυτοί είμαστε!!!!

Από σκαφτιάς , γραφιάς.....

Τι του ζητάτε μωρέ τ' ανθρώπου; Από σκαφτιάς στα πενήντα του και βάλε να γίνει γραφιάς. Κι άντε το ανάποδο πείτε πως γίνεται στην ανάγκη. Γίνεται ο γραφιάς σκαφτιάς για να ταΐσει και να ντύσει τα παιδιά του. Το άλλο πως θα το κάνει; Πως τα χοντροδουλεμένα του χέρια θα πιάσουν την πένα και τι θα την κάνουν; Τι ; Ταλέντο νάχει περισσότερο και από τους μεγάλους, έμπνευση και ιδέες, την πένα πως θα την πιάσει που θα τσακίσει σαν αγγούρι στα χοντρά του δάκτυλα ανάμεσα;
Με έναν κασμά και ένα φτυάρι πήγαινε το μεροκάματο στο φτωχικό του, το ακουμπούσε στο τραπέζι και έτρωγε μια μπουκιά γλυκό ψωμί.
Τι θα ακουμπήσει μωρέ στο τραπέζι τώρα; Χαρτιά; Και τι θα φάει και με ποιον ; Αφού και το ψωμί του το κλέψατε, και το τραπέζι , και την οικογένεια που καθόταν γύρω από αυτό;
Δεν έμαθε παρά να τρώει ψωμί, να μιλάει, να γελάει, να αστειεύεται και κυλάει της ζωής το κάρο με κόπο. Με τίμιο κόπο και δίχως καθόλου τρόπο. Έτσι έμαθε και τώρα “υποχρεωτικά” πρέπει να αλλάξει.
Να ονειρευτεί ψευδώς, να γελάσει “ψευδώς”, να κλάψει “ψευδώς” να ζήσει “ψευδώς”.

Τι σας έκανε μωρέ τ'ανθρωπάκι και θέτε να του αλλάξετε και το όνομα ακόμα. Θέλετε από άνθρωπο να τον λέτε ανθρωπάκι, θέλετε από τίμιο να τον κάνετε απατεώνα καλά και σώνει, από οικογενειάρχη μαγκούφη, από σκαφτιά γραφιά. Γιατί ρε γαμώτο; Τι σας ενόχλησε; Τι, που να σας πάρει και να σας σηκώσει; Τι ;;;;   

Η αστραπή...

Κοίτα να δεις η αστραπή,
μια λάμψη είναι μόνο
που έρχεται στα ξαφνικά
και χάνεται στο χρόνο.

Θυμίζει όμως αν σκεφτείς
και το σκληρό το λόγο
που φέρνει πάντα δάκρυα
που φέρνει πάντα πόνο.
Κι όπως μαζί της, η αστραπή,
μια βροχή θα φέρει
τα λόγια που πληγώνουνε
θυμίζουν το μαχαίρι.

Κι αν η βροχή δίνει ζωή
στο διψασμένο χώμα,
τα λόγια πάντα τα σκληρά
σου κλείνουνε οριστικά
το πικραμένο στόμα.

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014

Τα “πρέπει” ...

Που ζω με δανεική ανάσα,
ούτε το βλέπεις ούτε λογαριάζεις,
για τα ατέλειωτα συμβατικά σου “πρέπει”
ζεις μοναχά και για αυτά μόνο, προστάζεις.

Και αν οι μέρες μου είν' αποφράδες
αν η ψυχή μου χάνεται σε συμπληγάδες
τα πρέπει σου δεν με σκοτώνουν,
αντίθετα μονάχα, με πεισμώνουν.

Θα 'ρθει να δεις εκείνη η μέρα
όπου για όλα θάχεις μετανιώσει,
μα εγώ θα έχω πάει παραπέρα

κι από τα πρέπει σου θα'χω γλιτώσει.

Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

Άμα πιά...

Έτρεξε περιχαρής στην φίλη της με ένα χαμόγελο μέχρι τ'αυτιά.
- τον κατάφερα τον κερατά, τον κατάφερα φιλενάδα. Βάλε καφέ να σου πω λεπτομέριες.
- τι λες κορίτσι μου, της απάντησε η άλλη, τι λες; Γάλα θέλεις στον καφέ;
- όχι, βάλτον και κάτσε να σου πω, χαχαχαχα, τον κατάφερα, όχι που θα μου ξέφευγε...
Αχνιστός ο καφές στο μεγάλο φλιτζάνι, της ζεσταίνει τα χέρια. Τα μάτια της πετούν φωτιές χαράς.
Καθισμένες και οι δύο στο μεγάλο καναπέ, κοιτούν η μια την άλλη στα μάτια.
- έλα πες μου γιατί θα σκάσω. Λέγε.
- άμα πια με το μαλάκα , μου στοίχειωσε την ζωή, τόσα χρόνια. Πότε δεν του ήταν αρκετές, πότε του πέφτανε πολλές, πότε έσκαγε από πάνω, πότε μαύριζε από το κακό του. Όλα του τα μυστικά, έπρεπε να φτύσω αίμα για να τα μάθω. Άμα πια. Πότε χοντρός, πότε αδύνατος, πότε γλυκός πότε ξινός σαν τα μούτρα της πεθεράς μου, πότε ήθελε παρά πάνω ζέστη, πότε λιγότερη. Αλλά τα κατάφερα, σου λέω. Δεν θα ξαναδώ στα μούτρα του άλλου να ζωγραφίζεται η απογοήτευση γιατί δεν μοιάζει με της μαμάς του. Άει σιχτήρ, τελείωσαν όλα. Όλα σου λέω, όλα.....
- για πες πως έγινε;
- να ρε παιδί μου, ξεκίνησα πρωί πρωί με όλη την καλή μου διάθεση. Με τις σημειώσεις μου, από όλες τις προηγούμενες φορές που μου ξέφευγε, όλες τις προηγούμενες φορές που το αποτέλεσμα ήταν σκέτη απογοήτευση. Να δω ρε παιδί μου που κάνω λάθος. Τι δεν κάνω σωστά. Βήμα βήμα, θυμήθηκα τι έκανα κάθε φορά. Τα πάντα. Από την πρώτη ως την τελευταία κίνηση. Καρέ καρέ, σου λέω, σαν ταινία. Να δω το λάθος. Γιατί μου αντιστέκεται κάθε φορά. Γιατί μου χαλάει την τελευταία στιγμή, γιατί, γιατί. Γιατί με ισοπεδώνει ο κερατάς κάθε φορά που προσπαθώ. Τι διάολο τόσο ηλίθια είμαι; Τι δεν καταλαβαίνω; Που μου ξεφεύγει; Εφάρμοσα όλα τα κόλπα, όλα όσα είπαμε μαζί, όλα όσα είδα στην τηλεόραση, όλα όσα διάβασα. Τίποτα αυτός. Κάθε προσπάθεια μια σκέτη, μια παταγώδης αποτυχία. Μια απογοήτευση που παίρνω από μικρή, είκοσι χρόνια τώρα, μια αποτυχία. Το κερατό μου μέσα δηλαδή. Βρε τι τον καλόπιανα, τι τον κανάκευα, τι τον έβριζα, τι οι κινήσεις μου απαλές και προσεκτικές, αυτός τίποτα. Να μου κάνει τα δικά του. Με είχε τρελλάνει καταλαβαίνεις; Μέχρι που είχα αποφασίσει να μην ξανά ασχοληθώ μαζί του πιά. Τον είχα ξεγράψει από το μυαλό μου και τα καθημερινά μου σχέδια. Τον είχα διαγράψει. Εγώ κι αυτός είπα τελειώσαμε. Δεν μπορεί και δεν έχουμε καμία σχέση. Τελειώσαμε. Δεν ξαναπροσπαθώ. Δεν θα με γεμίσει εμένα αυτός ενοχές ανικανότητας. Μπορώ να ζήσω και χωρίς αυτόν. Υπάρχουν και αλλού πορτοκαλιές. Αλλά πάλι δεν μου πήγαινε να τα παρατήσω έτσι εύκολα. Διάολε είκοσι χρόνια προσπάθειας να πάνε στο βρόντο. Δεν γίνεται. Δεν τα παρατάω. Παράνοια σου λέω. Τρέλα. Δεν έφευγε από το μυαλό μου στιγμή. Είπα λοιπόν σήμερα να κάνω την τελευταία και οριστική προσπάθεια, μήπως και τα καταφέρω. Αν και σήμερα είχαμε τα ίδια, να ξέρεις θα είχε ταξιδέψει για την χωματερή. Αν μου είχε κάνει τα ίδια θα τον είχα στείλει από κει που ήρθε. Στον αγύριστο και ακόμη παραπέρα. Αλλά βλέπεις και ο άγιος φοβέρα θέλει. Με είδε αποφασισμένη και σου λέει δεν μας παίρνει. Πήγε βέβαια στην αρχή να μου κάνει κάτι κόλπα από τα δικά του αλλά τον μάζεψα αυτοστιγμή. Ημέρεψε το πουλάκι μου και όλα έγιναν όπως έπρεπε. Από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή, όλα όπως πρέπει. Αποφασιστικά και απόλυτα. Του επιβλήθηκα. Το κατάλαβε πως δεν είχε περιθώρια και έκανε όσα του ζήτησα. Όλα όμως μέχρι την τελευταία στιγμή.
- τι λες βρε παιδί μου. Τέτοια αλλαγή; Και τώρα; Τώρα που τον έχεις;
- τώρα κορίτσι μου, αφού τον δοκίμασα για να σιγουρευτώ, τον έχω στο φούρνο και κρυώνει. Να έρθει το μεσημέρι ο Βαγγέλης και τα παιδιά και να τους κάνω έκπληξη.
Να τους σερβίρω τον καλύτερο μουσακά που έχουν φάει ποτέ. Να γλείφουν και τα δάχτυλά τους. Και που ξέρεις μετά από αυτό μπορεί να περάσω και εκείνες τις αξέχαστες στιγμές μαζί του, γιατί το ξέρω λατρεύει το μουσακά κι άμα έχει αυτό που του αρέσει πολύ, γίνεται ο καλυτερότερος από τους καλύτερους.
- Φεύγω φιλενάδα, όπου νάναι έρχονται και δεν θέλω να λείπω. !!!

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014

Πίκρα..

Σφιχτά κρατάω τις σιωπές
στα δόντια καρφωμένες
να μην φωνάζουνε κι αυτές
σα λάμιες λυσσασμένες.

Σφιχτά να πάψουν να μιλούν
σε τόση ησυχία
να μην χαλούν, να μην σκιρτούν
σ' ανθρώπων φασαρία.

Σαν τον “πωλών επί πιστώσει”
γέρνω σκυφτός και σκυθρωπός
να πω πως έχω δώσει,
απ' της ψυχής περίσσευμα
σε πνεύμα και σε ύλη
για να μην δω ποτέ συνάνθρωπο
με πικραμένα χείλη.

Μα ήρθε η πίκρα τώρα πια
στην πόρτα της ψυχής μου
καθώς δεν βρίσκω ούτε γωνιά
στην μπόρα της ζωής μου.

Δεν μετανιώνω μια στιγμή
για όσα έχω δώσει
ούτε και θέλω άνθρωπο
να μου τα ξεπληρώσει.
Μόνο ένα νεύμα ανθρώπινο
μόνο μια δόση γλύκας
σε αποζημίωση ζωής
σαν φάρμακο της πίκρας.

http://tovivlio.net/%CF%80%CE%AF%CE%BA%CF%81%CE%B1/

Δευτέρα 2 Ιουνίου 2014

Το σκραμπλ κι ο εμετός..

Ο χείμαρρος του μυαλού του ξέσπασε ορμητικός και με καταιγιστικό ρυθμό άρχισε να κατεβάζει εικόνες από το μακρινό παρελθόν. Ένιωθε ένα αίσθημα ναυτίας να του θολώνει τα μάτια και ένα κόμπο στο λαιμό να του κόβει την ανάσα. Να του φέρνει εμετό.
Είχε μόλις ακούσει την φράση κλειδί. Είχε μόλις συνειδητοποιήσει πως έπαιζε το αγαπημένο του “σκραμπλ” με ανθρώπους που νόμιζε πως ήξερε καλά. Με ανθρώπους που διασκέδαζαν την διαδικασία του παιχνιδιού, την παρουσία και το σμίξιμο της παρέας μετά από πολύ καιρό, το κρασάκι που συνέχιζαν να πίνουν μετά το φαγητό συνοδεύοντας το παιχνίδι τους.

“ Α, δεν θα το βάλω εδώ αυτό γιατί δεν με συμφέρει”.
Δεν με συμφέρει,
Δεν με συμφέρει,
Δεν με συμφέρει, η φράση σφυρί. Η φράση κλειδί. Η φράση πύλη της αποκάλυψης.

Έφυγε με το μυαλό του, έτρεξε στο μπάνιο πρώτα να αδειάσει όλο το φαρμάκι που ένιωθε να του μολύνει το αίμα και να του γυρίζει το στομάχι ανάποδα.
Προσπάθησε μετά να κρατήσει την ψυχραιμία του. Να γελάσει και να αστειευτεί, να ξορκίσει την αναγούλα. Να την διώξει. Τράβηξε δυό τρεις γερές γουλιές κρασί για να το χωνέψει. Να το διώξει.
Μάταιος κόπος. Μάταιη προσπάθεια να χωνέψει, πως με αυτούς τους ανθρώπους δεν έχει καμία σχέση. Δεν σκέφτεται το ίδιο με αυτούς για αυτό το παιχνίδι.
Αυτός στύβει το μυαλό του για να βάλει μια “όμορφη” λέξη στο ταμπλό, σαν να φυτεύει ένα λουλούδι. Να το ομορφύνει. Να μοιάζει με τον κήπο των λέξεων.
Δεν μετράει πόντους, συνδυασμούς, δεν θυμάται τι έβαλε ο ένας και ο άλλος. Αυτός βάζει την πιο όμορφη λέξη στο παιχνίδι, ας παίρνει και λιγότερους πόντους. Αρκεί να είναι όμορφη. Εύηχη. Να θυμίζει κάτι που θα κάνει τον αναγνώστη της να νιώσει. Να αισθανθεί.
Αυτοί, μετράνε πόντους, χρησιμοποιούν τακτικές, λογαριάζουν κέρδη και ζημίες, θυμώνουν πότε κρυφά πότε φανερά όταν ο προηγούμενος τους χαλάει το σχέδιο, όταν τους πιάσει την θέση που είχαν λογαριάσει. Πόντους και κέρδη, πόντους και ζημία των άλλων.
Πόκερ, πόκα , πως τα λένε αυτά τα παιχνίδια με τα χαρτιά; Αυτά που σιχαίνεται, αυτά που δεν του προξενούν παρά μόνο αηδία. Αυτά που μπορεί και να διαλύσουν έναν άνθρωπο, ένα σπίτι, μια οικογένεια. Τζογαδόροι την ατυχία μου μέσα. Τζογαδόροι και με το σκράμπλ. Το παιχνίδι των λέξεων. Το παιχνίδι της γλώσσας που τόσο αγαπούσε μέχρι εκείνη την στιγμή. Γιατί πίστευε πως δεν τζογάρουν οι παίκτες. Αφού δεν υπάρχουν λεφτά, ζάρια, τύχη δεν τζογάρουν πίστευε. Που να ήξερε. Που να φανταστεί, ότι όταν τον πίεζαν να μην αργεί, στο μυαλό τους είχαν να τον οδηγήσουν στο λάθος. Που να φανταστεί πως η πιο όμορφη λέξη του, μπορεί και να τους χάλαγε τα σχέδια της νίκης. Της κυριαρχίας. Του συμφέροντος τους.

Οι σκέψεις του, αλυσίδα. Τον πήγαν πίσω. Σε εκείνο το σοφρά που έβαζε ανοιχτό το κιβώτιο, πεσκέσι από την μάνα και τον πατέρα του. Σταλμένο από τον ξενύχτη τον αδερφό του, που ξεκίναγε δουλειά στις τέσσερις, σχόλαγε στις έξι το απόγευμα και βάλε, και πρόφταινε να πάει στο καράβι να παραδώσει το κιβώτιο με τα φαγητά του παιδιού που σπούδαζε.
Έβαζε στο σοφρά το κιβώτιο της αγάπης, το πρόσφερε στους φίλους αδέρφια χωρίς ποτέ να σκεφτεί να κρατήσει καβάντζα, για πάρτι του κάτι. Χωρίς ποτέ να σκεφτεί τελείωσε και εγώ θα πέρναγα ένα μήνα με αυτό. Χωρίς ποτέ να μετρήσει τις μπουκιές των αδερφών. Τα μάτια τους γελαστά ήθελε να βλέπει. Ευχαριστημένα τα πρόσωπά τους.

Κι ήταν τώρα αυτοί, που λογαριάζουν αν τους συμφέρει να βάλουν αυτό το γράμμα εδώ ή εκεί. Οι ίδιοι.
Δεν με συμφέρει.
Μια νοητική δραμμαμίνη τον βοήθησε να ανακόψει την αναγούλα. Να πάει παρακάτω. Οι άνθρωποι σκέφτηκε δεν βλέπουν με τον ίδιο τρόπο το παιχνίδι. Πολλοί παίζουν για την νίκη και μόνο. Κάνουν τα πάντα για να συναντηθούν μαζί της. Δεν ταξιδεύουν όλοι για το ταξίδι. Κάποιοι, ίσως οι περισσότεροι βλέπουν μόνο τον προορισμό.
Πήγε παρακάτω, πολύ παρακάτω. Πέρασαν τα χρόνια και έφεραν μαζί τους δύσκολες μέρες και ώρες. Βρέθηκε χωρίς δουλειά, να τρώει τις σάρκες του μέσα σε ένα σπίτι που κινδύνευε να χάσει από τα χρέη. Όσα πολλά του άφησε η δουλειά που τόλμησε να στήσει μόνος του, με το αίμα της ψυχής του. Η οικογένειά του περίπου ένα ετοιμόρροπο ερείπιο, τρεμόσβηνε σαν φλόγα στον αέρα. Κλείστηκε στο σπίτι. Δεν πήγαινε πουθενά παρά μόνο σε αυτούς που θεωρούσε φίλους. Τον έδενε μαζί τους το ψωμί και το αλάτι που έφαγαν στο παρελθόν. Οι αγώνες της νιότης για ένα καλύτερο κόσμο. Οι εξ αγχιστείας συγγενικοί δεσμοί που δημιούργησαν μεταξύ τους στα χρόνια που κύλησαν. Ανοιγόταν, έλεγε τον καημό του, χωρίς ποτέ να παρατηρήσει πως το έκανε μόνο αυτός. Αυτός στην περιγραφή των προβλημάτων που βίωνε, οι άλλοι περί ανέμων και υδάτων. Άσχετα πράγματα. Ποιον γνώρισα, πόσο ψηλά επαγγελματικά στέκεται ο άλλος. Ο κόσμος πάει κατά διαόλου αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε και τίποτα. Αμπελοφιλοσοφίες. Όλο λάδι – λάδι και από τηγανίτα τίποτα. Κανένα νέο για δουλειά. Καμία κίνηση. Μόνο πήραμε μερικούς έτσι. Μόνο τρέχουμε, μόνο είμαστε κουρασμένοι.
Στην τρέλα του μυαλού του, πέταξε κάνα δυο φορές πως ψάχνει για δουλειά, αλλά φύσαγε αέρας εκείνη την ώρα. Πολύς και δυνατός αέρας που πήρε τα λόγια του γρήγορα μακριά. Δεν τα άκουσε κανείς. Δεν ήθελε να τα ακούσει κανείς, γιατί στο μυαλό τους υπερίσχυε τι συμφέρει και τι όχι. Μεγάλο το πρόβλημα, αλλά σε αυτά τα προβλήματα καλό είναι να κρατάς την ουρά σου απέξω.
Δεν με συμφέρει να βάλω το γράμμα “Α” σε μια θέση εργασίας. Δεν μου δίνει πόντους.

Η δραμμαμίνη έπαψε να αποδίδει. Η αναγούλα επανήλθε. Το κιβώτιο ξανάφτασε και στρώθηκε πάνω στον παλιό σοφρά. Τα πρόσωπα μόνο άλλαξαν. Πήραν το σχήμα των γραμμάτων με τους πολλούς πόντους. Η νίκη και η ήτα ερχόταν να καταγραφεί και πάλι στο κιτάπι. Η αναγούλα να δυναμώσει. Κι αυτή την φορά να είναι ασυγκράτητη. Να τους λούσει με τους πόντους που συμφέρουν. Που συμφέρουν πολύ και σχηματίζουν την φοβερή λέξη “εμετός”,που διασταυρώνεται με την ακόμη πιο φοβερή “ συμφέροντος”.

25η ώρα




Είκοσι τέσσερις και μία
οι ώρες μέχρι την ελπίδα
κι αν πεις πως έφυγαν οι πρώτες
σου έμεινε θαρρείς η μία;

Είναι ένα σύνολο, μια ομάδα
καθόλου μην τις δεις ξεχώριες
γιατί είναι πονηρές οι ώρες
κι οι εικοσιπέντε από μόνες.

Η κάθε μια σε σαγηνεύει,
το νου, σου κάνει ένα κουβάρι,
μέχρι να έρθει η τελευταία
που θα σου γδάρουν το τομάρι.

Είναι η εικοστή και πέμπτη
όπου κανένας δεν σε ξέρει
και που σκληρά διαπιστώνεις
πως δεν μπορείς ν' απλώσεις
ούτε τρεμάμενο το χέρι.

Είναι που στέκεις μοναχός
μπροστά σε όσα έχεις κάνει
κι ολόγυμνος, μα ακόμα ζωντανός
αναζητάς το τέλος που δεν φτάνει.

Γιαυτό σου λέω, δες καλά
τι θα προφτάσεις να διαπράξεις
γιατί στην εικοστή και πέμπτη
δεν έχει λόγια ούτε πράξεις.
Είκοσι τέσσερις και μία
οι ώρες μέχρι την ελπίδα
κι αν πεις πως έφυγαν οι πρώτες
σου έμεινε θαρρείς η μία;
Είναι ένα σύνολο, μια ομάδα
καθόλου μην τις δεις ξεχώριες
γιατί είναι πονηρές οι ώρες
κι οι εικοσιπέντε από μόνες.
Η κάθε μια σε σαγηνεύει,
το νου, σου κάνει ένα κουβάρι,
μέχρι να έρθει η τελευταία
που θα σου γδάρουν το τομάρι.
Είναι η εικοστή και πέμπτη
όπου κανένας δεν σε ξέρει
και που σκληρά διαπιστώνεις
πως δεν μπορείς ν’ απλώσεις
ούτε τρεμάμενο το χέρι.
Είναι που στέκεις μοναχός
μπροστά σε όσα έχεις κάνει
κι ολόγυμνος, μα ακόμα ζωντανός
αναζητάς το τέλος που δεν φτάνει.
Γιαυτό σου λέω, δες καλά
τι θα προφτάσεις να διαπράξεις
γιατί στην εικοστή και πέμπτη
δεν έχει λόγια ούτε πράξεις.
- See more at: http://25thhourproject.tumblr.com/post/87527872046/25#sthash.K0LOqcV1.dpuf

Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

Η σάλα και το κουρέλι...

Απαστράπτουσα η επίσημη
μεγάλη μας σάλα,
λουσμένη με αρώματα
φρεσκάδας και καθαριότητας
από υγρά απορρυπαντικά,
πασκίζει εναγωνίως
να κρύψει την δυσοσμία
της ψυχοανθρωποέλλειψης.

Το ακριβό φρεσκοσιδερωμένο
κουστούμι,
ματαίως περιμένει να σκεπάσει
ένα σώμα
που δεν θα ζεσταθεί ποτέ
όπως η λερή και πληγιασμένη
ως το κόκκαλο σάρκα
από το περήφανο
και φτωχικό κουρέλι.