Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

...στα σκαλάκια...

Έρεε ακόμη στις φλέβες μου η θετική ενέργεια μιας γνωριμίας που πριν λίγο είχε πραγματοποιηθεί. Ακριβώς γνωριμία δεν θα την έλεγα, πιστοποίηση γνωριμίας είναι ο πιο δόκιμος όρος. Με πέντε ανθρώπους που θα έλεγες πως γνωριζόμαστε χρόνια πολλά, ξέρουμε ο καθένας τις συνήθειες του άλλου,τους προβληματισμούς του, τις αγωνίες του.
Η Σοφία, ο Άρης , η Υρώ , η Αγγελική , ο Ανδρέας. Τους αναφέρω έτσι όπως καθίσαμε τελικά στο πάνελ μιας παρουσίασης ενός βιβλίου, για να ξεγυμνώσουμε και πάλι τις ψυχές μας, μπροστά σε αληθινούς χειροπιαστούς ανθρώπους αυτή την φορά. Όχι σε οθόνες υπολογιστών και πληκτρολόγια. Όχι σε ηλεκτρονικά μηνύματα και in box κοινωνικής δικτύωσης.
Πιστοποιήσαμε ότι συνυπάρχουμε χρόνια ολόκληρα, πονάμε από τον ίδιο πόνο και με τη ίδια ένταση, ανησυχούμε στον ίδιο βαθμό και για τα ίδια πράγματα. Το παράδοξο είναι πως με τους δύο, την Αγγελική και τον Άρη διαπιστώσαμε πως μένουμε στην ίδια περιοχή της αχανούς πόλης, σχεδόν στην ίδια γειτονιά. Το παραδοξότερο ότι την προσωπική ιστορία του Άρη την γνώριζα ως περιεχόμενο “δελτίου ειδήσεων” . Κοίτα να δεις , στους έξι οι τρεις είμαστε και γείτονες αγνοώντας την ύπαρξη του ενός από τον άλλο. Και είμαστε διάολε τόσο κοντά. Μα τόσο κοντά.

Το στρες της παρουσίασης που κυριαρχούσε πριν αρχίσουμε, είχε απαλύνει κάπως η παρουσία της Σύλβιας, Ιταλίδας δημοσιογράφου που θα έλεγες ενσαρκώνει το “ούνα φάτσα” με κάποιο τρόπο. Ιταλικά, Ελληνικά, Αγγλικά σε ένα διάλογο συνέντευξη που επεδίωκε να αποτυπώσει ακριβώς στο μυαλό της, την εικόνα τα κίνητρα και τις παραδοξότητες της ζωής του καθενός. Πως η συμμετοχή μας με κάποιο τρόπο στην συγγραφή ενός βιβλίου έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην τελική του μορφή και τέλος πάντων ποιος δρόμος μας είχε φέρει ως εκεί.

Διακόψαμε για να αρχίσουμε την παρουσίαση. Κάνα δυο από εμάς δεν πρόλαβαν παρά να δώσουν τα κύρια στοιχεία τους. Καθίσαμε με το μυαλό στραμμένο ο ένας στον άλλο. Νιώθαμε να μας κυριεύει το άγνωστο ενώ ταυτόχρονα ξέραμε πως δεν είμαστε μόνοι μας. Συγκίνηση κι αλλη συγκίνηση και μετά λύσιμο. Σαν να απλώσαμε τα φτερά μας πάνω στις ψυχές των ανθρώπων που βρίσκονταν εκεί απέναντί μας, με υγρά από την συγκίνηση μάτια για όσα προσπαθήσαμε να περιγράψουμε.

Η έκβαση επιτυχής, το ζεστό χειροκρότημα πιστοποιούσε άλλωστε πως είναι αλλιώς να μιλάει ένας άνθρωπος ή κάποιοι άνθρωποι που προηγουμένως επέλεξαν να εκτεθούν δημόσια και αλλιώς να μιλάει για αυτούς κάποιος “ειδικός” , από αυτούς που όλα τα ξέρουν αλλά δεν γνωρίζουν τίποτα τελικά. Χαλαρώσαμε, μιλήσαμε μεταξύ μας, μιλήσαμε με τους ανθρώπους που μας πλησίασαν να μας σφίξουν το χέρι και δώσαμε τον όρκο – υπόσχεση- ευχή να μην χαθούμε.

- Πάμε να καθίσουμε κάπου έξω μου είπε ο Στέφανος , καινούργιος φίλος (ζωντανός από διαδικτυακός) δημοσιογράφος που βοηθούσε την Σύλβια στην δουλειά της μεταφράζοντας, εξηγώντας σε δύο γλώσσες.
- Να πάμε Στέφανε του είπα, να πάμε έξω που έχει περισσότερη ησυχία.
Βγήκαμε και τα τρια σκαλάκια δεξιά από την είσοδο στα δέκα μέτρα ήταν ο ιδανικός χώρος όπου τρεις άνθρωποι μπορούσαν να κάτσουν για να συζητήσουν. Αποδείχθηκαν όχι μόνο ιδανικά αυτά τα σκαλοπάτια. Μάλλον είχαν μαγνήτη ή κόλλα. Τι να πω ;
Οι ερωτήσεις ξεκίνησαν με τα τυπικά περί ηλικίας και οικογενειακής κατάστασης. Πόσο τυπικό μπορεί να είναι το 49 χρονών και άνεργος η επιστήμη μόνο ξέρει να το αποδείξει.
Η συνέχεια βέβαια απέδειξε πως το τυπικό είναι πολύ μα πάρα πολύ ουσιαστικό και όλα δένουν μεταξύ τους ως κρίκοι μιας τεράστιας αλυσίδας.
Στα επόμενα βήματα έγινε η προσπάθεια να εξηγήσω όλα όσα είπα μέσα. Για τους άνεργους, για τους ανθρώπους που πηδάνε στους κάδους σκουπιδιών να φάνε, για όλα εκείνα τα κίνητρα που είχα για να γράψω και να γράψω και να γράψω σε αυτό το site που αν μη τι άλλο έδινε την ευκαιρία και την διακριτικότητα στους ανθρώπους να προχωρήσουν σε ένα δημόσιο ψυχολογικό στριπτίζ.

Άπλωσε η κουβέντα. Πήγε πίσω στη δουλειά, στο μαγαζί, στα όνειρα, στους στόχους και τα εμπόδια. Όμως για ένα παράξενο λόγο, αυτή την φορά παρατήρησα πως δεν πονούσα αναφερόμενος σε όλα αυτά. Σαν να περιέγραφα το σημάδι της πληγής και όχι την ίδια την πληγή. Ένιωθα άνετα, οικεία, δεν ντρεπόμουν όταν έπιασα τον εαυτό μου να ισχυρίζεται πως οι άνθρωποι αυτής της χώρας είχαν μάθει να δένουν την ευτυχία με την επαγγελματική επιτυχία. Όταν ισχυρίστηκα πως τούτο εδώ το πράγμα καταρράκωσε τις συνειδήσεις τους από την στιγμή που κατέρρευσε το εργασιακό μοτίβο που είχαν συνηθίσει. Μαζί με όλους κι εγώ . Στην ίδια κατηγορία.
Το έλεγα και δεν πονούσα ο αθεόφοβος. Δεν το σκεφτόμουν καν, πως μπορούσε να μην είναι έτσι. Όταν λίγες ώρες πριν, ακόμη και μέσα στο τραίνο, ερχόμενος στην εκδήλωση, κουβάλαγα μέσα μου την καταστροφή. Την απόλυτη καταστροφή και την απελπισία. Αυτή που είχε μεγαλώσει στην θέα μερικών αστέγων, στην διαδρομή πριν την πόρτα του κήπου των Αρχαιολόγων.

Περνούσαν οι άνθρωποι της περαντζάδας και το βλέμμα μου διασταυρώθηκε με το βλέμμα μερικών από αυτούς. Απορημένοι οι περισσότεροι που αντίκριζαν τρεις ανθρώπους που πιτσιρικάδες δεν θα τους έλεγες , καθισμένους στα τρία αυτά σκαλάκια, απορροφημένους σε μια συζήτηση σε αν όχι τρεις, τουλάχιστον δυόμισι γλώσσες. Μια συζήτηση με αναζήτηση στις αιτίες και τα αποτελέσματα των πολιτικών και των εφαρμογών. Τα αποτελέσματα πάνω σε ανθρώπινες ζωές, σε οικογένειες , σε δουλειές, σε παιδιά σε όλα. Μια συζήτηση αυστηρά καταγραφόμενη από το μικρό voice recording της Σύλβια.

Η ώρα περνούσε γρήγορα και ένιωθα πως δεν θα το ήθελα. Ήταν άλλωστε όλα αυτά όσα λέγαμε μέσα στους Αριστερούς μου προσανατολισμούς και τις θεωρήσεις. Ήταν όλα όσα μπορούσα να σκεφτώ όποτε το μυαλό μου παρέμενε καθαρό από σκοτούρες προβλήματα και φοβίες. Και διάολε εκεί κάτω από την γειτονιά των θεών και των σοφών το μυαλό μου έμοιαζε να είχε καθαρίσει. Τόσο όσο δεν καθάρισε ποτέ τους τελευταίους μήνες.

Λίγο πριν αποφασίσουμε να φύγουμε ήρθε η κουβέντα και στο Λιάκο. Το επιστέγασμα των πολλών μηνών δημόσιας γραφής που πήρε μορφή ebook, ελεύθερα προσβάσιμο από όλους . Εκεί πια, όταν ο Στέφανος ανέλαβε να εξηγήσει πως ενώ θα μπορούσα να έχω ένα μικρό έστω εισόδημα από αυτό, προτίμησα να το “χαρίσω” σε όποιον θα το ήθελε και δεν θα μπορούσε να το έχει, εκεί το μυαλό μου έλαμψε όσο και τα μάτια της Σύλβιας. Έλαμψε καθαρό και ικανοποιημένο πως έπραξα αυτό που πρόσταζε η καρδιά μου και η ανταμοιβή που δεν ζήτησα ή επιδίωξα ποτέ, ερχόταν εκείνη την στιγμή.

Αφήσαμε τα μαγικά τρία σκαλάκια για να ανεβούμε προς το Μοναστηράκι. Στην γωνία της πλατείας για ένα ακόμη ακαδημαϊκό μισάωρο αναλύαμε την πολιτική και τις πολιτικές, επηρεασμένοι ακόμη από την μαγική έλξη των τριών σκαλοπατιών. Το βέβαιο είναι πως όταν ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του, ένιωθε ανανεωμένος παρά την ορθοστασία και το περασμένο της ώρας.


Όποιος επιζητεί την ανανέωση αυτή, δεν έχει παρά να πάει να καθίσει στα τρία αυτά μαγικά σκαλάκια και να αφήσει την καρδιά του ελεύθερη στην μαγική έλξη τους και στα λόγια των συνομιλητών του. Μετά από αυτό το βέβαιο είναι πως θα τρέχει στο “Θανάση” για σουβλάκι και μπύρα πριν ανεβεί στο τραίνο να συνεχίσει την διαδρομή του.  

2 σχόλια:

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ είπε...

Βαγγέλη πες μου που είναι αυτά τα τρία μαγικά σκαλοπάτια για να βρεθώ εκεί μήπως και νιώσω την ανανέωση στην οποία αναφέρεσαι. Μια απλή εκδήλωση παρουσίασης την μετέτρεψες σε ένα όμορφο ανθρώπινα ζεστό ανάγνωσμα και έδειξες πως είναι εφικτό ακόμη και πληγές να απαλυνθούν από την αληθινή ανθρώπινη επαφή εκεί σε τρία σκαλοπάτια που γίνονται μαγικά.

Βαγγέλης Τσερεμέγκλης είπε...

Ερμού 136 Χριστόφορε. Δίπλα στην στάση Θησείο του παλιού ηλεκτρικού. Σε ευχαριστώ πολύ. Να πας να ανανεωθείς, αλλά χρειάζεσαι και συνομιλητές για να δουλέψει το κόλπο. Εγώ είμαι στην διάθεσή σου πάντως.