Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

Είπες τίποτα;

-Όχι δεν είμαι γέρος. Δεν είμαι γέρος.
Επαναλάμβανε τον μονότονο αυτό διάλογο με τον εαυτό του, κάθε φορά που ένιωθε να βάραινε ψυχολογικά. Κάθε φορά που οι φόβοι του τον κυρίευαν και γίνονταν λες θηρία στο μυαλό του. Έτοιμα να τον πνίξουν πρώτα κι ύστερα να τον κατασπαράξουν.
- Αλλά πάλι, κοίτα, άσπρισαν τα γένια σου, γρίζαραν τα μαλλιά σου. Οι γέροι δεν έχουν άσπρα γένια και γκρίζα μαλλιά. Άσπρα μαλλιά και γκρίζα γένια; Δεν αγριεύει χαρακωμένο το πρόσωπό τους, δεν είναι αλλιώς;
- Ναι άσπρισαν τα γένια μου, ναι γκρίζαραν τα μαλλιά μου, αλλά κοίτα, μόνο λίγες ρυτίδες έχει το πρόσωπό μου, ρηχές κι αυτές, όχι αυλάκια του χρόνου. Τα μαλλιά και τα γένια ασπρίζουν και από την φύση τους νωρίτερα. Τα χέρια μου όμως, αυτά τα χέρια που μήνες τώρα μένουν άχρηστα και άνεργα, παραμένουν σφριγηλά, έτοιμα να στύψουν την πέτρα αν χρειαστεί.
- Ναι μα δεν χρειάστηκε μήνες τώρα. Δεν σε φώναξε κανένας για δουλειά. Παίρνουν νέους το καταλαβαίνεις. Νέους στα χρόνια. Ας είναι κι άπειροι, ας είναι και άβγαλτοι εντελώς. Νέους παίρνουν....
- Κι οι νέοι δεν πρέπει να ζήσουν; Να γευτούν όλα τα ζουμιά, γλυκά και πικρά από όλα τα λουλούδια, να ονειρευτούν, να πέσουν και να ξανασηκωθούν; Δεν πρέπει;
- Όλοι πρέπει, μα κοίτα την κατάστασή σου κακομοίρη. Άφραγκος, ατσίγαρος, ανασφάλιστος, χρεωμένος και γέρος μέσα σου έμεινες και θέλεις και αλτρουισμούς. Βρε όποιος πρόλαβε τον κύριο είδε. Και όποιος δεν τον είδε, γίνε Χαράλαμπος και κλάψτα.
- Να τα λέμε θες, μα να τα λέμε καλά. Εσύ είσαι το εγώ μου, κι εγώ είμαι ο αντίλαλος. Αντίλαλος σου είπα κι όχι αντίπαλος. Δεν σου το λέω αυτό για να σε εξευμενίσω. Το λέω αυτό μήπως και βρούμε καμιά άκρη. Που μαραζώνω και βυθίζομαι να ξέρεις φταις κι εσύ. Που χάνομαι χωρίς πυξίδα και όνειρα. Που δεν αφήνω να μακρύνουν τα μαλλιά μου, γιατί σαν άλλος Σαμψών φοβάμαι το ερχομό μιας άλλης Δαλιδά. Ναι φταις εσύ, που ζούσες μέσα μου και μ'άφηνες στην αυταπάτη πως όλα γίνονται. Όλα επιτυγχάνονται, αν έχω θέληση. Μα τούτο εδώ, ένα φυτό ήταν. Της βεβαιότητας της ηλικίας και της ίδιας της ζωής. Όλα τα μπορώ αν όλα τα θέλω.
- Και φταίω εγώ γι αυτό; Όλα περίφημα δεν τα κατάφερνες, στου δέντρου από κάτω τις σκιές; Φταίω εγώ;
-Φταις φίλε, φταις γιατί εσύ που δεν καθόσουν στις σκιές, εσύ που ήσουνα ραντάρ, δεν είδες τα πρώτα φύλλα που ξεραίνονταν. Μα κι αν τα είδες, δεν χτύπησες συναγερμό. Αδιαφόρησες στην στης απληστίας σου την σιγουριά. Το δέντρο των βεβαιοτήτων ξεράθηκε κι εσύ, μόνο κλαψούριζες για τα κομμένα απ'την Δαλιδά μαλλιά σου. Λες και οι τρίχες, αυτές που τώρα πια άσπρισαν δεν θα ξαναμεγάλωναν ποτέ. Λες κι όλη σου η δύναμη, κρυβόταν σε τούτα τα νεκρά κύτταρα που δόξασαν την νιότη και την ανεμελιά σου.
- Μαζί τα ζήσαμε αυτά και μην γίνεσαι αχάριστος. Μαζί και καμαρώναμε γιαυτό σαν γύφτικο σκεπάρνι, λες και τα άλλα τα σκεπάρνια καμαρώνουν αλλιώτικα από τα γύφτικα, αλλά ας είναι. Μαζί το ήπιαμε το νέκταρ, μαζί τραφήκαμε την αμβροσία και αν δεν κάνω λάθος σου άρεσαν κιόλας όλα τούτα. Μου μετανιώνεις τώρα σαν το γέρο που στα στερνά του αποζητά συγχώρεση προτού διαβεί το κατώφλι χωρίς επιστροφή.
- Σου τόχω πει και μην με τσιγκλίζεις άλλο πια. Γέρος δεν είμαι που να πάρει. Έχω μπροστά μου χρόνια, αυτά που τρέχουν ναι, σαν το νερό, μα γέρος δεν είμαι. Ούτε και το κατώφλι το στερνό το αντικρίζω, δεν το βλέπω κι ούτε που ξέρω να σου πω με τι θα μοιάζει. Το κατάλαβες; Κι άμα εσύ τα ονειρεύεσαι ετούτα τα κατώφλια, πήγαινε μόνος σου να τα διαβείς. Εγώ θα μείνω εδώ να το παλέψω, να συνηθίσω την ζωή που δεν θα έχει πλέον βεβαιότητες. Εδώ θα μείνω λέγε ότι θες και ας έχουν πάρει από ασπρίλα τα μαλλιά μου. Και κοίτα, τα νιάτα μπορεί να έχουν πλέον φύγει μακριά, αλλά εδώ είναι η πείρα η γνώση και η αγάπη. Μη μου γελάς καθόλου. Η αγάπη είπα, και θα το ξαναπώ αν θέλεις ακόμη μία φορά για να το εμπεδώσεις.
- .........
-Έτσι μπράβο, να σιωπάς, για να μην πω τίποτα πιο βαρύ, και με την σιωπή σου να ακολουθείς. Αν κάποτε σου έρθει η όρεξη να μιλήσεις, φρόντισε νάναι μόνο για καλό. Αλλιώς δεν θα σ'ακούσω ή θα αδιαφορήσω. Όπως και για εκείνη την αχρεία Δαλιδά, που όλο μούρχεται κουνάμενη και σινάμενη λες και πάντα το Σαμψών θα αποκοιμίζει. Άντε μπράβο και σε εσένα και σ'αυτήν. Τι θες μωρή; Να μου κλαδέψεις τα μαλλιά; Τα κόβω και μόνος μου και σου τα κάνω μαξιλάρι, να σκεπάσεις τα αυτιά σου τα τρομαγμένα από το θόρυβο που θα κάνουν οι κολώνες που θα πέφτουν.
Ακούς γέρος; Όχι ρε δεν είμαι γέρος. Τέλος.....
-.........
- Είπες τίποτα;
- Όχι, τι να πω;
- Έτσι μπράβο.......

2 σχόλια:

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ είπε...

Αμείλικτος αλλά αληθινός διάλογος με τον εαυτό μας. Τον ανάλγητο εαυτό μας. Είναι δε το μυστικό αυτής της καταγραφής εδώ, ότι μόνο αφού διαβάσεις τις σκληρές φορές- φορές ανταλλαγές κατηγοριών, αντιλαμβάνεσαι πως κι εσύ ο αναγνώστης, πόσες φορές δεν έχεις κάνει τούτες τις αντιπαραθέσεις με τον ίδιο σου εαυτό, ιδίως σε στιγμές δύσκολες; Βαγγέλη εξαιρετική η ιδέα σου να μεταφέρεις με πολύ επιτυχία τούτο τον "αυτοδιάλογο". Έχει και ψυχοθεραπευτική ιδιότητα ξέρεις.

Βαγγέλης Τσερεμέγκλης είπε...

Το αμείλικτος αλλά αλληθινός, μου άρεσε Χριστόφορε. ήταν όλο το νόημα. Σε ευχαριστώ φίλε. Να είσαι καλά.