Τετάρτη 2 Ιουλίου 2014

Το καρπούζι....

Αυτό το αναθεματισμένο καρπούζι, είχε σφηνωθεί στο μυαλό του από το πρωί. Από εκείνη την ώρα που σταμάτησε στο τελευταίο φανάρι της εθνικής οδού, πριν πάρει την μεγάλη ευθεία για το επιπλάδικο – έκθεση που έτυχε να δουλεύει εκείνη την εποχή.
Τα είχε στιβάξει ο γύφτος στο φορτηγάκι τόσο όμορφα, που δεν υπήρχε περίπτωση οι περαστικοί να μην τα προσέξουν. Τα γυφτάκια τριγύρω χοροπηδούσαν ξυπόλητα παρά την πολύ πρωινή ώρα, όταν άλλα παιδάκια στην ηλικία τους απολάμβαναν τον ύπνο των διακοπών τους, αποκαμωμένα από της προηγούμενης μέρας τα παιχνίδια.
Έκανε ζέστη, τέλη Ιουλίου βλέπεις, και είχε από νωρίς το πρωί η άσφαλτος να ξερνάει την λάβα της λιώνοντας στο πέρασμα κάθε τροχοφόρου. Άφηναν πίσω τους μια γραμμή από κάθε ρόδα, όπως αφήνουν όταν βρέχει. Πυρωμένη άσφαλτος αυτό θα πει.
- Το μεσημέρι, στο κατέβασμα σκέφτηκε, θα κάνω μια αναστροφή στο φανάρι,θα τσιμπήσω την καρπουζάρα και βουρ στο σπίτι. Θα την σφάξω και θα πέσω στην ανηλεή καρπουζοφαγία, να τρέχουν τα ζουμιά πάνω μου , να φτύνω κουκκούτσια δεξιά και αριστερά, όπως τότε που τρέχαμε οικογενειακώς στα μπάνια του λαού με τα πούλμαν. Τότε που καθόμαστε κάτω από το πεύκο και τσακίζαμε μια καρπουζάρα, για πλάκα.
Είχε ξομείνει πίσω δουλεύοντας καλοκαιριάτικα. Σαν καινούργιος άδεια δεν έπαιζε να πάρει. Έτσι όταν οι άλλοι τσαλαβουτούσαν και τσιμπολογούσαν στις παραλίες, αυτός τσαλαβουτούσε στο πήγαινε έλα στην δουλειά από την εθνική οδό με την πυρωμένη άσφαλτο. Ένα βεσπάκι κατοπενηντάρι καβαλούσε και βόγκαγε μέχρι να φτάσει στο μεγάλο επιπλάδικο. Να κάτσει στο μεγάλο εσωτερικό περίπτερο, να περιμένει τα περιχαρή μελλόνυμφα ζευγάρια , αγκαζέ με την μαμά και τον πάντα βλοσυρό μπαμπά, να δουν και να αγοράσουν σκρίνια και τραπεζαρίες για το σπίτι των παιδιών. Με το χαρτάκι τους στο χέρι, να γράφουν και να σβήνουν, με τις μεζούρες και ένα χαμόγελο μισό λες και έκαναν αγγαρεία. Μα αγγαρεία τα έπιπλα για το καινούργιο σπιτικό;
Η πραγματική αγγαρεία ήταν αυτή που ζούσε, αλλά δεν το έλεγε πουθενά και σε κανέναν. Μετρούσε μόνο τα χιλιόμετρα του πήγαινε έλα, τις ώρες μέσα στο περίπτερο και τα ζευγάρια μετά της μαμάς που θα ξεψάχνιζαν και την τελευταία λεπτομέρεια της οβάλ τραπεζαρίας τύπου λουϊκένζ.
- Ωχ, αναστέναξε μόλις πάτησε το πόδι του στο περίπτερο. Αυτό δεν είναι καθόλου καλός οιωνός. Γκαντεμιά μου μυρίζει από μακριά.
Τα κεριά στα κηροπήγια που διακοσμούσαν τα έπιπλα της έκθεσης, έπνεαν τα λοίσθια. Από την ζέστη της προηγούμενης μέρας, αντί να στέκονται στητά και όμορφα, είχαν γύρει προς τα κάτω και κοιτούσαν τα τραπέζια.
- Τι θέαμα κι αυτό πρωινιάτικα. Τα διαβολοκέρια, τι πάθανε; Αλλά πάλι θα μου πεις καλοκαίρι
είναι, καύσωνα έχει, το κλιματιστικό δεν δουλεύει όλη νύχτα, τι να σου κάνουν κι αυτά, κεριά είναι θα λυγίσουν. Αλλά πάλι, το κέρατό μου μέσα, κάτι δεν μου πάει καλά, είναι σημάδι τούτο εδώ. Φυλάξου.
Άναψε τα φώτα και κάθισε στο γραφειάκι της γωνίας. Τηλέφωνο για καφέ στο μπαρ, ξεσκόνισμα απαραιτήτως, μην έρθει η μαμά και δεν ψωνίσει λόγω σκόνης, τηλέφωνο στο εργοστάσιο για τα δέοντα (πληροφορίες, παραγγελίες κλπ), καλημέρες με τους φρεσκοξυπνημένους συναδέλφους και ξανά στο γραφειάκι. Τσιγάρο, προ καφέ και... νάτο πάλι το καρπούζι μπροστά του. Νάτα πάλι τα γυφτάκια να χοροπηδάνε, νάτο το πεύκο και τα ζουμιά.
- Ρε θα την πάρω την καρπουζάρα ο κόσμος να χαλάσει σήμερα. Θα την πάρω και όλη την υπόλοιπη μέρα θα ασχολούμε μαζί της κι αυτή μαζί μου.
Ήρθε ο καφεντζής.
- Καλημέρα μεγάλε, τι έγινε.
- Τι να γίνει μωρέ όλα όπως τα ξέρεις.
- Σήμερα μην παραγγέλνεις πολύ, σε καμιά ώρα θα φύγω και δεν θα προλαβαίνουν οι άλλοι. Είναι και αητοί όπως ξέρεις.
- Γιατί δικέ μου, που θα πας; Σε καμιά παραλία με το γκομενάκι;
- Μωρέ καλά θα ήτανε να πάω σε παραλία. Αλλού θα πάω και δεν μου αρέσει καθόλου.
- Για λέγε, τι έπαθες ρε, με ανησυχείς.
- Άστα, δεν θέλω ούτε να τα σκέφτομαι.
- Θα μιλήσεις ή θα με σκάσεις;
- Η αδερφή μου, όχι δηλαδή η ίδια, το πιτσιρίκι της έχει πρόβλημα.
- Δηλαδή;
- Μπαίνει χειρουργείο σήμερα. Σοβαρό και μεγάλο.
- Οχι ρε, γιατί;
- Έπεσε ο μικρός εκεί που έπαιζε, χτύπησε άσχημα και τώρα....
Τον πήραν τα ζουμιά τον καφεντζή.
- Έλα ρε όλα καλά θα πάνε. Μην φοβάσαι.
- Καλά,φεύγω τώρα να προλάβω και τους άλλους και μετά να πάω.
- Μην το σκέφτεσαι, όλα καλά θα πάνε. Σε ποιο νοσοκομείο είναι;
- Στο Παίδων, που αλλού, πιτσιρίκι είναι
- Καλά φύγε και όταν σχολάσω, θα έρθω από εκεί. Χρειάζεστε τίποτα άλλο;
- Όχι μωρέ, λίγη τύχη μόνο, να την βγάλει ο μικρός καθαρή.
- Καλά πήγαινε..μην σκέφτεσαι άσχημα όλα καλά θα πάνε.

Ρε τον άνθρωπο, το είπα εγώ με τα γαμόκερα . Καλό σημάδι δεν ήταν αυτά. Προσπάθησε να διώξει τις σκέψεις του μακριά. Νάτο πάλι το καρπούζι και τα σχέδια. Νάτα τα γυφτάκια ξυπόλητα να χοροπηδάνε, τα ζουμιά το πεύκο.

Μαμάδες με ζευγάρια σήμερα δεν πέρασαν κι έτσι η ώρα πέρασε βασανιστικά και αργά. Πέρασε όμως. Κάνα δεκάλεπτο νωρίτερα τα μάζεψε έφυγε. Ούτε σκέψη για επιστροφή στο σπίτι. Μια και δυο στο νοσοκομείο. Το καμίνι, καμίνι , αλλά έπρεπε να παέι στους ανθρώπους. Άγνωστοι του ήταν αλλά έπρεπε.
Όταν έφτασε, όλα είχαν τελειώσει και όλα είχαν πάει καλά ευτυχώς. Ο μικρός είχε αρχίσει να συνέρχεται από την νάρκωση, κι όταν η μάνα του τον ρώτησε αν νιώθει καλά και αν θέλει κάτι, εκείνος της απάντησε πως θέλει καρπούζι. Οι γιατροί έδωσαν το “οκ” και άρχισαν όλοι να ψάχνονται. Δεν είναι δα το νοσοκομείο ξενοδοχείο να έχει ότι θέλει ο καθένας να φάει.
Βγήκε ο καφεντζής στο διάδρομο, του το λέει.
- Άστο μεγάλε, μην το σκέφτεσαι καθόλου. Σε μισή ώρα ο “τυπάκος” θα βουτάει στο καρπούζι και θα γλείφεται.
Έφυγε. Μαλλιά κουβάρια με το βεσπάκι, σε χρόνο που θα ζήλευε ασθενοφόρο, έφτασε από τη μια μεριά της πόλης στην άλλη. Στο γύφτο, τα γυφτάκια που ακόμη χοροπηδούσαν και στην σχεδόν άδεια καρότσα. Είχε περίπου ξεπουλήσει.
- Μάστορα το καλύτερο που έχεις και χωρίς πολλά πολλά.
- Γιατί βιάζεσαι αφεντικό;
- Γρήγορα βρε σου λέω. Γρήγορα το καλό και πρόσεξε είναι για παιδί φρεσκοχειρουργημένο.
- Το καλύτερο θα σου δώσω μάστορα. Το καλύτερο, αλλά για παιδί είπες;
- Ναι ρε, κουβέντα θα ανοίξουμε τώρα; Έχει δεν έχει βγεί λίγες ώρες από το χειρουργείο και ζήτησε καρπούζι.
Άστραψαν τα μάτια του γύφτου.
- Άστα αυτά αφεντικό. Άλλο θα πάρεις και θα φύγεις αμέσως.
- Βρε δώσε το καρπούζι το παιδί περιμένει.
- Έχω αυτό καβαντζαρισμένο από το πρωί για τα παιδιά μου. Πάρτο και φύγε.
- Πόσα;
- Φύγε σου λέω και περαστικά του. Φύγε.

Τα ζουμιά έκαναν κατακόκκινα τα σεντόνια του νοσοκομείου. Τα μάτια του παιδιού έλαμπαν από ευχαρίστηση. Τα δικά του, έμειναν να το χαζεύουν. Να αρμενίζουν πότε το γύφτο με τα γυφτάκια, πότε το πεύκο και τα ζουμιά και τα κουκούτσια σκόρπια τριγύρω.
Ότι είχε πια ξεχάσει ήταν το καρπούζι, τα αναθεματισμένα τα κεριά, τη ζέστη,τις μαμάδες με τις μεζούρες και την ξινίλα κάθε που κοίταζαν τον υποψήφιο γαμπρό τους.

2 σχόλια:

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ είπε...

Ρε φίλε, γιατί μου το κάνεις αυτό; Γιατί με τόσο απλή (φαινομενικά) ιστορία με συγκίνησες τόσο; Αυτός ο άμεσος τρόπος που αφηγείσαι, οι εικόνες που άλλοι προσπερνούν και αμέσως ξεχνούν, σε σένα μένουν και αποτελούν τους σπόρους που γεννούν το διήγημα σου. Θαυμάσιο το ...«Καρπούζι" σου Βαγγέλη.

Βαγγέλης Τσερεμέγκλης είπε...

Πίστεψέ με Χριστόφορε δεν το κάνω προσχεδιασμένα. Είναι ότι βγαίνει αφιλτράριστο από μέσα μου. Πολλές δε φορές, δεν διαβάζω δεύτερη φορά τα κείμενά μου. Οπως και να έχει όμως, σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Να είσαι πάντα καλά.