Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2014

Ο άνθρωπος του φάρου...( το θαύμα)

Το θαύμα

Με το μυαλό περίπου κενό είχε για ώρα μείνει να κοιτάζει το χαρτόκουτο. Σα να είχε αδειάσει από κάθε σκέψη, κάθε ανάμνηση. Σα να ζούσε από την αρχή την ζωή του, χωρίς να γνωρίζει που βρίσκεται. Κοίταζε μόνο το χαρτόκουτο αποσβολωμένος έκθαμβος από το θαύμα της ζωής και του θανάτου που ξετυλίγονταν μπροστά του.

Ένα πλάσμα μισοπεθαμένο, κείτονταν μέσα σε εκείνο το χαρτόκουτο, τραυματισμένο από την κακή του μοίρα και ένα ξαφνικό ανυπολόγιστο γύρισμα ενός ανέμου. Ένα πλάσμα που έφτασε εδώ στο μικρό του βασίλειο για να του θυμίσει εκείνη την μικρή κλωστίτσα που χωρίζει το παρόν από το παρελθόν. Το υπάρχω από το έσβησα κι έφυγα. Ταξίδεψα. Εκεί που όσοι τόκαναν δεν επέστρεψαν να περιγράψουν τι είδαν και τι άκουσαν.

Ένιωθε ανήμπορος. Αδύναμος να αντιμετωπίσει την κατάσταση και το μυαλό του, το πολυταξιδεμένο μυαλό του, δεν τον βοηθούσε καθόλου.
Ένα κενό μόνο, όπως αυτό που νιώθει κάποιος όταν πέφτει από μεγάλο ύψος. Αυτό που αδειάζει το στομάχι και ανεβαίνει σχεδόν μέχρι τον λαιμό.
Κοίταζε την διχρωμία του πουλιού. Εκείνο το σύνορο του γκρί στην ράχη και τα φτερά του, με το ολόλευκο πούπουλο που σκέπαζε όλο το υπόλοιπο σώμα του. Σαν ακτογραμμή ήταν. Προσεγμένα ζωγραφισμένο το γκρι που έμπαινε απαλά μέσα στο λευκό χωρίς να το προσβάλλει ή να το ανατρέπει. Χωρίς καθόλου να το αμφισβητεί.
Αυτή η αρμονία, τον έκανε να νιώθει περισσότερο αδύναμος αλλά και πιο ήρεμος.

Η ώρα περνούσε και όλη η ενέργεια του, λες και είχε συγκεντρωθεί με την πιο μεγάλη της ένταση στο σκεπασμένο σώμα του πουλιού. Σαν να έστελνε μια δέσμη ισχυρή, εκεί περίπου όπου η αδύναμη καρδιά του γλαρόπουλου, έδινε τον ισχνό ρυθμό της.

Έφτασε κι ο ελπιδοφόρος ήλιος. Άρχισε να ζεσταίνει με τις αχτίνες του το χώρο να τον φωτίζει ελπίδα ζωής. Ανέβαινε και φώτιζε, ανέβαινε και φώτιζε. Τροφοδοτούσε την ατμόσφαιρα με όλες του τις ελπίδες. Λαμπερές όμορφες ζεστές ελπίδες, που όμως δεν έφταναν στον άνθρωπο του φάρου. Ήταν τόσο απορροφημένος στο να παρατηρεί τον ασθενή του, που μάλλον δεν πολυκαταλάβαινε πως είχε περάσει η ώρα και ο ήλιος είχε για τα καλά εγκατασταθεί στο μικρό δωμάτιο. Ούτε καν την πλάτη του που είχε αρχίσει να ζεσταίνεται δεν είχε καταλάβει, το ρολλάρισμα της ώρας και την παρουσία του ζωοδότη ήλιου.

Οι αχτίνες ζωής όμως, συνέχιζαν τον δρόμο τους και σταδιακά έφτασαν, να χτυπούν το χαρτόκουτο, μετά το κάτω μέρος του σώματος του γλάρου και σιγά σιγά έφτασαν στο γερμένο του κεφάλι. Για την ελάχιστη ώρα που το πουλί ένιωσε της ζεστασιά της ζωής να του ακουμπά το κεφάλι, άρχισε με μικρά σκιρτήματα να κουνάει το σώμα του, το κεφάλι του, χωρίς όμως ακόμη να ανοίγει τα μάτια του. Ήταν τόσο ανεπαίσθητα που σωτήρας – παρατηρητής του δεν τα κατάλαβε αμέσως. Καθώς ήταν παγωμένος και ακίνητος δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει την μικρή αυτή αλλαγή. Όταν όμως οι αμυδρές αυτές κινήσεις έγιναν πιο συχνές και έντονες, τινάχτηκε από την θέση του λες και τον διαπέρασαν χιλιάδες Wolt ρεύματος. Πέταξε το πανωφόρι του βιαστικά πάνω στο κρεβάτι και γονάτισε γεμάτος ανησυχία πάνω από το χαρτόκουτο. Νόμιζε στην αρχή πως αυτοί ήταν σπασμοί θανάτου. Πως είχε ηττηθεί η ζωή τις στιγμές εκείνες. Η θλίψη άρχισε να κυριαρχεί μέσα του, ανάμικτη με την ανησυχία. Αντικατέστησαν εκείνη την απέραντη γαλήνη που ένιωθε όλη την προηγούμενη ώρα, από την στιγμή που σκέπασε το φτωχό γλαρόπουλο με το παλιό μάλλινο πουλόβερ μέχρι τώρα. Χωρίς να το καταλάβει τα υγρά του μάτια άρχισαν να αναβλύζουν δάκρυα, λες και μπροστά του έβλεπε την ζωή να αποχαιρετά τις ομορφιές της.

Πήρε τον τραυματία του απαλά στα χέρια του. Με ευλάβεια. Τον κοίταξε και προσπάθησε να τον νιώσει. Το ζεστό κορμί του πουλιού είχε αρχίσει να στέλνει μηνύματα ζωής, πιο έντονα, πιο σταθερά, όλο και πιο σταθερά.
Το κρατούσε στα χέρια του σαν μωρό της αγκαλιάς. Η καρδιά του είχε βαλθεί να φύγει από το στήθος του. Είχε ανεβάσει παλμούς μαραθωνοδρόμου και χτύπαγε σαν τρελή από την αγωνία.
Κλείνοντας τα μάτια, έγειρε το κεφάλι πίσω σαν να προσευχόταν. Για δευτερόλεπτα, με το μυαλό του στο κενό, προσευχόταν μια προσευχή χωρίς λόγια. Ότι διέταζε η ψυχή. Άναρθρο παρακάλι σε άγνωστο παραλήπτη.

Ένα μικρό τσίμπημα στο αριστερό του χέρι, τον επανέφερε. Το ράμφος του πουλιού χτύπησε το χοντρό δέρμα, ευγενικά να μην πονέσει το χέρι του σωτήρα του. Έγειρε και κοίταξε.
Τα μάτια του πουλιού είχαν ανοίξει και τον κοίταζαν με φόβο ανάμεικτο με ικεσία. Έτσι το είδε. Φόβος και ικεσία....


Δεν υπάρχουν σχόλια: