Δευτέρα 4 Αυγούστου 2014

Σταθμός Λαρίσης...



Αυτός ο σταθμός του τραίνου, ο Σταθμός Λαρίσης, λες κι έχει φτιαχτεί για συγγραφείς, ποιητές, ζωγράφους, συνθέτες, στιχουργούς και τέλος πάντων κάθε λογής ανθρώπους, εκπαιδευμένους να βλέπουν την ζωή με μια ευαισθησία.
Γιατί αυτός; Γιατί αυτός έχει καταπιεί τα περισσότερα δάκρυα, από κάθε λόγο προερχόμενα. Αποχωρισμοί, χωρισμοί, επάνοδοι, άδειες φαντάρων που άρχισαν και τελείωσαν η και θητείες ακόμη. Δάκρυα χαράς, λύπης ή έτσι δάκρυα γιατί μπήκε ένα σκουπιδάκι στο μάτι από τον αέρα.
Όλοι αυτοί που το έχουν σπουδάσει το πράγμα θα μπορούσαν να αναφερθούν με κάθε λεπτομέρεια στην ιστορία, στον σχεδιασμό την ανέγερση, την εγκατάσταση των γραμμών και των τραίνων, αλλά ότι και να πουν θα μοιάζουν σαν τους οικονομολόγους που γράφουν νούμερα χωρίς να μετρούν συναισθήματα ή τέλος πάντων τα έχουν τεχνηέντως μεταλλάξει σε “τάσεις”.

Έσερνε το μεγάλο της σακβουαγιάζ , σαν να τράβαγε το μαρτύριό της, τον δικό της προσωπικό σταυρό, μέσα στο λιοπύρι του καλοκαιριάτικου μεσημεριού. Ο όγκος και το βάρος του, ενυελώς δυσανάλογα με το παρουσιαστικό μιας κοπέλας, που κοριτσάκι δεν θα την έλεγες, αλλά ούτε και μεγάλη γυναίκα. Κάπου κοντά στα τριάντα. Με αναλογίες που θα την κατέτασσαν στις κανονικές γυναίκες. Αυτές δηλαδή που δεν βασανίζουν τον εαυτό τους σε εξαντλητικές δίαιτες, δεν κοπανιούνται σε γυμναστήρια. Αυτές που θα φάνε το σουβλάκι τους χωρίς θερμιδοενοχές και που θα τις δεις να τραγανίζουν ένα μήλο, με την φλούδα ίσα ίσα σκουπισμένο στην μπλούζα και τα ζουμιά του να πετάγονται χωρίς να τις πολυνοιάξει. Ντυμένη απλά με τα απαραίτητα ταξιδιωτικά ρούχα, τζην – μπλούζα μακό με στάμπα ( Pink Floyd) – αθλητικά παπούτσια – ελαφρύ make up , έτσι για να υπάρχει και γυαλιά ηλίου , καρφωμένα στέκα στα καστανά σπαστά μαλλιά της.
Στο στρογγυλό της πρόσωπο άρχισαν να τρέχουν τα ποταμάκια του ιδρώτα από την προσπάθεια και οι άκρες των μαλλιών της που έπεφταν στο πρόσωπό της, είχαν ήδη βραχεί .

Άπνοια, να μην κουνιέται φύλλο και υδράργυρος στα κόκκινα. Είχε πια καταλαγιάσει η κίνηση από την τελευταία αναχώρηση – άφιξη της αμαξοστοιχίας ( λατρεύω αυτή την λέξη), και οι καρέκλες στο καφενείο του σταθμού είχαν μείνει περίπου κενές. Μόνο μερικοί με τις αποσκευές τους στοιβαγμένες γύρω τους έπιναν κάτι δροσιστικό, κουβεντιάζοντας περί ανέμων και υδάτων. Για διακοπές που έγιναν ή θα γίνουν, για ζωές που έζησαν ή δεν ήθελαν να ζήσουν, για αγοραπωλησίες που πραγματοποιήθηκαν με ευνοϊκούς η ζημιογόνους όρους.

Σωριάστηκε σε μια καρέκλα, σε μια γωνιά που κατά τύχη βρισκόταν στον ίσκιο του κτιρίου και μιας καχεκτικής ακακίας, από αυτές που γλίτωσαν από τα αναπτυξιακά σχέδια ενός Δημάρχου που είχε το παρατσούκλι “Ομέρ Πριόνης” μετά την καταστροφή μερικών αιωνόβιων ευκαλύπτων στην διπλανή περιοχή, λόγω δημιουργίας πάρκινγκ.
Πριν προλάβει να φυσήξει το ιδρωμένο της τσουλούφι που έπεφτε στα μάτια της, έφτασε το γκαρσόνι, του παρήγγειλε ένα καφέ ( σιγά μην πω τι καφέ) και δυο νερά παγωμένα. Έστριψε τσιγάρο και άρχισε να παίρνει βαθιές ανάσες ξεκούρασης. Αυτό το ρημαδιασμένο σακβουαγιάζ την είχε εξουθενώσει. Κι ο ταρίφας που την έκανε βόλτες γύρω από το σταθμό της είχε σπάσει τα νεύρα. Τον έκοψε τρεις τέσσερις φορές να την “μετράει” από το δεύτερο πονηρό καθρεφτάκι, ο λίγδης, έβλεπε και το ταξίμετρο να κόβει δαιμονισμένα ευρώ, τα πήρε, τον πήρε και τον σήκωσε. Τον σταμάτησε πριν προλάβει να σταυρώσει κουβέντα, άρπαξε τον μπόγο και άντε γεια μπατηρομαλάκα που μεσημεριάτικα μου θες και καμάκια. Ένα χιλιόμετρο μακρυά κατέβηκε, αλλά η αξιοπρέπεια δεν μετριέται σε εξωτερικές θερμοκρασίες, σχετική υγρασία και χιλιόμετρα. Την έχεις, κι αν την έχεις σε κυριεύει σου θολώνει το μυαλό και την προστατεύεις με νύχια και με δόντια αν χρειαστεί.

Έφτασε ο καφές, βαπορίσιος. Πλύμα. Τα νερά χλιαρά για ντους. Τι τόθελε; Έδωσε τόπο στην οργή, άστο να πάει, δεν μου βγαίνει σήμερα, σκέφτηκε. Δυο τζούρες ίσα για το τσιγάρο και πολύ είναι. Αλλά τι περιμένεις καφέ σε τραίνα, καράβια και αεροπλάνα; Ξεπλένουν τα μπρίκια και σερβίρουν. Τα νερά απλά της δρόσισαν τα χέρια και το ξαναμμένο πρόσωπο και λίγο έτσι για να βρέξει το λαρύγγι της που είχε στεγνώσει.

Έβγαλε ένα σημειωματάριο και ένα στυλό από την τσάντα της και ξεφυσώντας τον καπνό ξεκίνησε να γράφει. Να προσπαθεί να γράψει, γιατί το αναθεματισμένο στυλό, εκείνη την στιγμή θυμήθηκε να κάνει την επανάστασή του. Να αρνείται κατηγορηματικά να γράψει μία έστω γραμμή, ένα γράμμα. Μόνο χάραζε το χαρτί, κι αυτό ήταν όλο. Προσπάθησε, ξανά προσπάθησε, τίποτα. Lock out, το στυλό διαρκείας. Να σε βράσω την ατυχία μου μέσα σκέφτηκε και σήκωσε αγανακτισμένη το βλέμμα της, απέναντι στις πολυκατοικίες. Δεν είναι δυνατόν να μου συμβαίνει αυτό. Κάτι συμβαίνει σήμερα. Από την ώρα που έφυγα όλα πάνε στραβά κι ανάποδα.

Σκυμμένη καθώς ήταν προσπαθώντας να γράψει έστω και ένα γράμμα με το διαρκείας, που είχε εμφανώς πέσει σε αδράνεια διαρκείας, μια σταγόνα έσταξε από τις ιδρωμένες άκρες των μαλλιών της πάνω στο χαρτί και ταυτόχρονα ένας Parker, μαύρο ασημί, στάθηκε μπρος στο βλέμμα της.
Το σήκωσε αργά, ψάχνοντας να βρει από που ήρθε ουρανοκατέβατος ένας Parker που τον κρατούσε ένα χέρι με μακρυά δάκτυλα, καθαρό και περιποιημένο που ήδη της είχε στείλει ένα ελαφρύ ανδρικό άρωμα με την παρουσία του. Είχε ήδη προλάβει να σκεφτεί “ ποιος μαλάκας είναι πάλι ετούτος;” , αλλά σηκώνοντας τα καστανά της μάτια τα γούρλωσε από έκπληξη.

Στεκόταν όρθιος κάπως στο πλάι της ο κύριος Βασιλειάδης. Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο από τους αγαπημένους της.
- Δεν γράφει ε; της είπε, με ένα μικρό χαμόγελο να διαγράφεται στα ηλικιωμένα του πλέον χείλια που τα στόλιζαν άσπρα γένια και μουστάκι.
- Τι κάνετε; Είστε καλά;
- Καλά είμαι παιδί μου, λιγάκι μεγάλος αλλά καλά.
- Ελάτε τώρα, μια χαρά σας βλέπω, του είπε και σηκώθηκε από την καρέκλα της. Θα καθίσετε; Να σας παραγγείλω κάτι; Ένα αναψυκτικό; Για καφέ δεν σας λέω, πήρα κι εγώ και είναι χάλια.
- Θα κάτσω, περιμένω το επόμενο τραίνο. Έχουμε λίγη ώρα.
- Δεν σας ρωτάω που πάτε, φαντάζομαι στα πατρώα εδάφη, έτσι δεν είναι;
- Έτσι, έτσι ακριβώς, πάω για λίγες μέρες να ξεκουραστώ. Εσύ που πας;
- Κάπου κοντά στα πατρώα σας εδάφη. Είπα κ εγώ να πεταχτώ σε μια θεία μου, να ξεκουραστώ λίγο. Στην επιστροφή με περιμένει μεγάλος αγώνας. Αλλά ....
- Α, ναι; δηλαδή τι αγώνας;
- Θα σας πω, μα δεν μου είπατε θα πιείτε κάτι;
- Μια πορτοκαλάδα αν δεν είναι κόπος.
Παρήγγειλε από μακριά και συνέχισε να τον κοιτάζει. Τα μάτια του είχαν ακόμη εκείνη την σπίθα τα κάλυπτε όμως μια υγρασία μάλλον λόγω της ηλικίας του. Την κοιτούσαν βαθιά, διερευνητικά και την έκαναν να νιώθει εκείνο το συναίσθημα που της προκαλούσαν όταν περίμεναν μια απάντηση σε ένα ερώτημα, σε ώρα διδασκαλίας.
- Ο αγώνας που λέγαμε αφορά την έκδοση ενός βιβλίου που το παλεύω τα τελευταία δύο χρόνια, αλλά όλο αναβάλλω την κυκλοφορία του, λόγω συνθηκών.
- Είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό που λες. Ήμουν σίγουρος από τότε, ότι κάποια στιγμή αν είμαι ζωντανός θα κρατήσω ένα βιβλίο δικό σου στα χέρια μου.
-Σας ευχαριστώ, εσείς μου βάλατε το μικρόβιο. Έχω διαβάσει όλα σας τα βιβλία, μόνο που λείπουν οι υπογραφές σας στις πρώτες τους σελίδες.
- Με συγκινείς το ξέρεις; Είναι ένα εξαίρετο συναίσθημα αυτό που νιώθει ένας καθηγητής όταν μαθαίνει πως οι μαθητές του δεν τον ξέχασαν. Ότι δεν τελείωσε ο ρόλος του όταν εκείνοι έφυγαν από τα αμφιθέατρα και τις αίθουσες διδασκαλίας.
- Είναι μια πραγματικότητα. Ήσασταν ο αγαπημένος μου καθηγητής. Πάντα σας παρακολουθούσα, μόνο από ντροπή δεν προσπάθησα να σας βρω μετά την σχολή.
-Κακώς, έπρεπε να έρθεις να με βρεις. Έτσι κάνουν οι “μαθητές”. Αλλά ας είναι. Πες μου για το βιβλίο σου. Τι θέμα έχει;
- Ξέρετε, κόμπιασε κάπως, τοοο, το θέμα του, είστε εσείς. Είναι μια ιστορία χτισμένη γύρω από εσάς.
- Για εμένα; Μα πως; Θέλω να πω, πως σου ήρθε μια τέτοια ιδέα;
- Δεν έχει σημασία πως, σημασία έχει πως ενώ σας είχα χάσει όλα αυτά τα χρόνια σας ένιωθα πάντα κοντά μου. Σαν να με παρακολουθούσατε. Σαν να ξέρατε κάθε μου κίνηση. Ήθελα όταν το τύπωνα να σας έβρισκα με το πρώτο αντίτυπο στο χέρι και να σας το χαρίσω. Αλλά με προλάβατε. Αυτό το στυλό διαρκείας μου χάλασε την έκπληξη.
- Μα παιδί μου αυτό που λες με τιμά ιδιαίτερα. Τι λες πάμε; Όπου να είναι φεύγει η αμαξοστοιχία.
Έχουμε όλο το χρόνο να τα πούμε μέχρι να φτάσουμε.
-Μμμμμ, ξέρετε, μόλις τώρα σκέφτηκα να κάνω κάτι άλλο.
- Τι άλλο;
- Δεν θα φύγω κύριε Βασιλειάδη. Δεν θα ταξιδέψω καθόλου.
- Μα γιατί; Δεν θέλεις να ξεκουραστείς;
- Ξεκουράστηκα κύριε Βασιλειάδη. Ξεκουράστηκα και....
- Μα παιδί μου, θα χάσεις το εισιτήριό σου. Δεν είναι κρίμα; Ύστερα είχα αρχίσει να ελπίζω πως θα ταξιδέψουμε μαζί.
- Μην στεναχωριέστε, θα σας κάνω συντροφιά σε όλο το ταξίδι σας και ίσως όλες τις μέρες που θα βρίσκεστε στην ιδιαίτερη πατρίδα σας, αλλά πρέπει να μείνω εδώ, του είπε και είχε ήδη βγάλει ένα δακτυλογραφημένο αντίτυπο από το βιβλίο της και το έτεινε προς το μέρος του.
Τα χέρια του κυρίου καθηγητή τρεμάμενα κράτησαν το αντίγραφο και τα μάτια του διερευνητικά όσο ποτέ και υγρά περισσότερο από κάθε άλλη φορά ,την κοίταξαν ίσια στα δικά της.
- Είσαι σίγουρη; δεν θα σου το στερήσω; Είσαι σίγουρη δεν θέλεις να ταξιδέψεις ;
- Όχι καλέ μου δάσκαλε, δεν θα ταξιδέψω. Θα μείνω εδώ, να τελειώσω τις διαδικασίες της έκδοσης και να έχω στα χέρια μου ένα κανονικό βιβλίο την επόμενη φορά που θα συναντηθούμε.

Ένα ακόμη δάκρυ κύλησε στα πλακάκια του πεζοδρομίου του δακρύβρεχτου Σταθμού Λαρίσης, αυτή την φορά από δύο σπουδαία μάτια, για έναν σπουδαίο λόγο, που αφορούσε τον κύριο Βασιλειάδη και την φοιτήτρια του, που τρισευτυχισμένη για αυτή την συνάντηση, τον αγκάλιασε λες κι ήταν ο δικός της ο κατά δικός της άνθρωπος.
Πήρε τον ανέλπιστα βαρύ της μπόγο και τράβηξε σχεδόν πετώντας στον δρόμο. Πούπουλο της φαινόταν και είχε πιάσει μια δροσιά, μια απίθανη δροσιά .......




2 σχόλια:

johnzouan's stories είπε...

ο κόσμος των συναισθυμάτων ...)

Βαγγέλης Τσερεμέγκλης είπε...

Να είσαι καλά Γιάννη, σε ευχαριστώ κι από εδώ.