Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

Άτιτλο ( ακόμη..!! ) ... ( ένα ακόμη βήμα)

...Πως την μαθαίνει κανείς την Αγάπη; Από που την βρίσκει; Πως ριζώνει ο σπόρος της μέσα του και την αφήνει να ανθίζει, να παίρνει σάρκα και οστά; Να αποκτά μορφή και περιεχόμενο;
Άρχισε να αναρωτιέται χαμένος στο τρεχαλητό του ανθρωποβοητού. Βυθιζόταν σε σκέψεις και αναζητήσεις, φεύγοντας σε άλλους κόσμους, καθισμένος βαρύς στην καρέκλα.
Πως άρχισε αυτό το παιχνίδι; Αυτή η τεράστια αναστάτωση, να τον συνεπαίρνει μέχρι τα τελευταία του κύτταρα; Να νιώθει τις αντιθέσεις με τόση χαρά και μετά να πονάει; Να πίνει μια σταγόνα φαρμάκι και να το περνάει για νέκταρ και μια κουταλιά μέλι να του φαίνεται δηλητήριο;
Σκέψεις , ατέρμονες σκέψεις. Βαθιές και ανελέητες σαν μαχαιριές στο μυαλό του. Λεπίδια να κόβουν κομμάτια κάθε καινούργια σκέψη και μετά πάλι από την αρχή. Βύθιση....κι άλλη βύθιση ....
Ένας ελαφρύς αέρας ανασήκωσε κάπως τα μαλλιά του που έπεφταν στο μέτωπο. Μια βαθιά ρουφηξιά τσιγάρο και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. Όπως αυτά που φωτίζουν το πρόσωπο όταν τα μάτια αντικρίσουν ένα πολυαγαπημένο πρόσωπο μετά από χρόνια.
- Γεια , εδώ είμαι. Με φώναξες.
- Ναι, αυτή την φορά σε φώναξα.
- Και ;
- Είσαι όμορφη. Εκτυφλωτικά όμορφη.
- Εσύ με βλέπεις έτσι.
- Όχι, είναι αντικειμενικά όμορφο αυτό που αντικρίζω. Μεταξύ μας αν σε έβλεπαν κι άλλοι, τα ίδια θα έλεγαν. Αλλά βλέπεις παρουσιάζεσαι μόνο σε εμένα και έτσι κανείς δεν μπορεί να το επιβεβαιώσει.
- Αν θέλεις μπορούν να με δουν κι άλλοι.
- Όχι ακόμη. Θέλω να απολαύσω τις στιγμές μαζί σου. Άλλωστε η “Ζωή” μου είσαι και προς το παρόν δεν θέλω να σε μοιραστώ με κανέναν.
- Είσαι ένας μικρός εγωιστής και μάλλον και λιγάκι ψεύτης.
- Καθόλου. Γιατί το λες αυτό;
- Γιατί , πάντα και όλοι οι άνθρωποι μοιράζουν την ζωή τους θέλοντας και μη. Την μοιράζονται έτσι κι αλλιώς. Να σου θυμίσω τις λίγες μέρες πριν, πως με χάριζες και με ξανάπαιρνες πίσω κάθε φορά που στον υπέρτατο Έρωτα, δινόσουν ολόψυχα; Δεν με μοιραζόσουν τότε; Δεν με χάριζες κομμάτι -κομμάτι;
- Όχι τότε έκλεβα κομμάτια από τις ζωές άλλων. Τότε κούρσευα και λησμονούσα μετά το πως και το πόσο. Τότε γευόμουν το λουλούδι και ομολογώ μου άρεσε κιόλας.
- Είσαι λάθος. Όσο κούρσεψες , κουρσεύτηκες. Όσο πόνεσες, πόνεσαν. Όσο χάρηκες, χάρηκαν. Αναλογικά είναι αυτά τα πράγματα. Αναλογικά και ισότιμα. Όλοι είναι το ίδιο χαμένοι και το ίδιο κερδισμένοι παίζοντας το παιχνίδι του Έρωτα. Ίσα βάρκα ίσα νερά και για του δύο. Κι ας μην φαίνεται με μια πρώτη ματιά. Άλλωστε, ένα κορμί έχεις και με αυτό αισθάνεσαι. Δεν γίνεται να αισθανθείς με το κορμί κάποιου άλλου. Έλα πάμε..
- Που να πάμε;
- Πάμε θα δεις, του αποκρίθηκε και του άπλωσε το χέρι, όπως κάθε φορά που συναντιόντουσαν.
Ξεκίνησαν αργά να κατεβαίνουν το δρόμο προς το λιμάνι. Προς την θάλασσα. Εκεί που το μεσαιωνικό κάστρο έστεκε να φρουρεί την πόλη, στέκοντας αιώνες υπομονετικά, κόντρα στην αρμύρα και τα μανιασμένα κύματα. Εκεί όπου κορμιά φυλακίστηκαν, διατηρώντας ζωνατνή την ψυχή τους. Εκεί που μάτια δάκρυσαν για καλό και για κακό. Για αντάμωση και αποχωρισμό.
- Βλέπεις; εδώ ήρθες και εχθές και προχθές και κάθε μέρα όλους τους προηγούμενους μήνες. Εδώ αντάμωσες την θάλασσα, εδώ νοστάλγησες, εδώ έκλαψες αν θυμάμαι καλά, εδώ γέλασες, εδώ άφησες την αρμύρα και το ιώδιο να τρυπώσουν και να πλημμυρίσουν τα σωθικά σου. Έτσι δεν είναι;
- Έτσι ακριβώς.
- Το είπες σε κανέναν;
- Όχι.
- Γιατί;
- Ήταν το καταφύγιό μου. Μου αρκούσαν λίγα λεπτά να πάρω δύναμη και να συνεχίσω. Δεν νομίζω ότι αφορούσε και κανέναν το τι κάνω εγώ εδώ κάτω.
- Έτσι λες; Κανέναν;
- Ναι κανέναν. Άλλωστε, το τι μου δίνει δύναμη και τι μου την κλέβει, είναι κάτι που δεν μπορώ να μοιραστώ.
- Μοιράζεις όμως την δύναμή σου.
- Έτσι είναι. Αυτό μου δίνει χαρά. Με κάνει ευτυχισμένο. Νιώθω υπέροχα όταν μοιράζομαι και βλέπω πως κι άλλοι άνθρωποι είναι καλά με αυτό.
- Δεν αναρωτήθηκαν λες, από που αντλείς αυτήν την δύναμη που μοιράζεις απλόχερα;
- Δεν νομίζω. Αρκούνται στο να την απολαμβάνουν και ως εκεί.
- Επίτρεψέ μου να διαφωνήσω. Αυτοί που πραγματικά σε αγαπούν, σίγουρα θαυμάζουν αυτήν την δύναμη, σίγουρα την απολαμβάνουν , την φοβούνται ίσως αλλά επειδή ακριβώς σε αγαπούν θέλουν να γνωρίζουν που την βρίσκεις . Όχι φυσικά για να στην κλέψουν. Αθήρευτη είναι και το ξέρουν όπως εσύ. Για να την συντηρήσουν ίσως, για να την ενισχύσουν ίσως, για να την φροντίσουν ίσως. Γνωρίζουν άριστα πως ό,τι δεν συντηρείται καταρρέει. Πως θα άντεχαν μια δική σου κατάρρευση λοιπόν;
- Κοίτα αυτό το κάστρο. Χτισμένο αιώνες τώρα, πάνω στην θάλασσα, να κυματοδέρνεται, σαν τιμωρημένο. Το συντηρεί κανείς; Μόνο εξωτερικές φθορές έχει. Τίποτε άλλο. Κάτι φαγωμένες εξωτερικές πέτρες και όλα τα άλλα στην θέση τους. Κάπως έτσι νιώθω. Αυτή είναι η δύναμή μου και η θέα αυτού του πέτρινου όγκου με παρακινεί να μένω όρθιος. Το βλέπω δεν το βλέπω. Το σκέφτομαι όμως και αυτό μου δίνει δύναμη.
- Από που να αρχίσω; τον κοίταξε φανερά απορημένη με τα μάτια της ορθάνοιχτα και λίγο υγρά. Σαν να είχαν αρχίσει να δακρύζουν.
Πρώτη φορά είχε δει αυτό το βλέμμα της. Πρώτη φορά ένιωσε πως μεταξύ τους κάτι δεν πήγαινε καλά. Χάλαγε λες η αρμονία στην σχέση τους. Κάποιος παράφωνος μουσικός φαλτσάριζε ανάμεσά τους.
- Από όπου θες. Μόνο μην με κοιτάς με αυτό το βλέμμα. Με σκοτώνει.
- Μπα; εσένα τον αγέρωχο βράχο, υπάρχει κάτι που σε σκοτώνει; Κάτι μάλιστα τόσο εύθραυστο και φευγαλέο; ένα βλέμμα;
- ....έτσι είναι. Ένα βλέμμα με σκοτώνει και το ξέρεις πολύ καλά. Τα βλέμματα. Αυτά τα μαγικά βέλη που εκτοξεύονται από τις φαρέτρες – μάτια, μπορούν να με σκοτώσουν. Πες είναι η αχίλλειος πτέρνα μου, είπε και γέλασε κάπως πικρά....

Δεν υπάρχουν σχόλια: